ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

«Ἡ καθολικότητα τῆς Φιλοκαλίας – Ἡ πράξη καί ἡ θεωρία», Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Σήμερα, συνεχίζοντας τήν εἰσαγωγή σ’ αὐτό τό κορυφαῖο πνευματικό ἔργο τῆς Φιλοκαλίας, θά ποῦμε γιά τήν καθολικότητα τῆς Φιλοκαλίας. Θά ἐξηγήσουμε τί σημαίνει καθολικότητα. Ἡ λέξη καθολικότητα πηγάζει ἀπό τό «καθ’ ὅλου», πού σημαίνει τό ὅλον, τό κατά καί ὅλον. Ὅταν λέμε στήν πίστη μας «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», σημαίνει ὅτι ἡ πίστη μας στήν Ἐκκλησία ἀναφέρεται στό θεανθρώπινο αὐτό σῶμα πού λέγεται Ἐκκλησία, τό ὁποῖο ἔχει τήν καθ’ ὅλου ἀλήθεια, τήν σύνολη ἀλήθεια, τήν μόνη ἀλήθεια ἀλλά καί τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, τήν ὅλη ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχουν δηλαδή ἄλλες ἀλήθειες πού, ὅπως λένε κάποιοι, δέν ὑπάρχουν στήν ὀρθοδοξία, στόν χριστιανισμό καί θά τίς βροῦμε λ.χ. στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἤ ὅπως λένε οἱ οἰκουμενιστές, ὅτι πρέπει νά πάρουμε ἀπό ὅλους γιά νά ἐμπλουτιστοῦμε. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἡ ὅλη ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός, ὑπάρχει μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁπότε καί ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι καθολική, ἔχει τό πλήρωμα, τό σύνολο τῆς ἀλήθειας. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας.
Βεβαίως μιά ἄλλη ἔννοια εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς προορισμό νά ζυμώσει καί νά ἁπλωθεῖ καί νά κυριαρχήσει σ’ ὅλο τόν κόσμο, σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Καί μ’ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι καθολική.
– Γιατί, ὅμως, ὑπάρχει καθολικότητα καί στή Φιλοκαλία;
Ὄντως ὑπάρχει. Δηλαδή, ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο ἔχει μέσα τήν ἀλήθεια. Ἔχει τήν ἀλήθεια γιά τήν πίστη, τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τήν ἀλήθεια γιά τήν ζωή. Εἶναι ἕνα βιβλίο δηλαδή πού, ἄν τό ἀκολουθήσουμε, τό μελετήσουμε καί τό ἐφαρμόσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πληρότητα τῆς πίστεως καί στήν πληρότητα τῆς ζωῆς.
Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι ἡ λέξη φιλοκαλία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό κάλλος. Τό κάλλος, ὅμως, τό κατεξοχήν κάλλος, εἶναι ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι – ἄν θέλετε – ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τό ὑπέρκαλλο Κάλλος, τό Κάλλος τό Ὁποῖο δέν ἔχει ὅμοιό Του. Ἡ ἀγάπη λοιπόν γιά τό κάλλος οὐσιαστικά εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἕνα βιβλίο πού μᾶς διδάσκει τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, πού εἶναι τό ὑπέρτατο Κάλλος. Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καί ἡ σπουδαιότερη «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. 22,37), δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα, ἕνα ἀόριστο καί ρηχό συναίσθημα, ἀλλά εἶναι μία ἔμπρακτη ὀντολογικῆς ἀξίας ἐνέργεια. Γι’ αὐτό ἡ βίβλος τῶν ἁγίων Μακαρίου καί Νικοδήμου δέν ὀνομάστηκε ἁπλῶς «Ἡ Φιλοκαλία», ἀλλά ὀνομάστηκε «Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», τῶν ἁγίων δηλαδή πού κατεξοχήν ὀνομάζονται νηπτικοί (θά ποῦμε ποιοί λέγονται νηπτικοί). Μέσα ἀπό αὐτό τό βιβλίο δηλαδή, φανερώνεται αὐτή ἡ ἀγάπη πού εἴχανε πρός τόν Θεό, τήν ὁποία τήν ἐκφράσανε στά κείμενά τους καί προτρέπουν καί παρακινοῦν κι ἐμᾶς ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό μέ τόν ἴδιο πόθο.
Εἴπαμε ὅτι δέν εἶναι ἕνα ρηχό συναίσθημα ἀλλά εἶναι μία ὀντολογικῆς ἀξίας ἐνέργεια ἡ ἀγάπη στόν Θεό, δηλαδή εἶναι μία πράξη. Καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μας τό εἶπε ὅτι δέν εἶναι συναίσθημα.
– Τί σημαίνει ἀγαπῶ τόν Θεό;
«Ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς» (Ἰω. 14,21). Αὐτός εἶναι πού ἔχει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές Μου καί τίς τηρεῖ. Δηλαδή, δέν εἶναι ἕνα συναίσθημα ἀλλά εἶναι μία πράξη, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πράξη αὐτή, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀγκαλιάζει τό σύνολο τῆς ζωῆς, γιατί κάθε φορά πού κάνουμε κάτι, αὐτό εἴτε μᾶς τοποθετεῖ μέσα στόν Θεό εἴτε μᾶς τοποθετεῖ ἔξω ἀπό τόν Θεό, ἀνάλογα ἄν εἶναι ἀντίστοιχα τήρηση ἐντολῆς ἤ παρακοή καί παράβαση. Κάθε πράξη, κάθε ἐνέργεια πού κάνουμε εἴτε εἶναι σύμφωνη μέ τόν Θεό εἴτε εἶναι ἀντίθετη μέ τόν Θεό. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό εἶπε: «Ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι» (Ματθ. 12,30). Αὐτός πού δέν εἶναι μαζί Μου, εἶναι ἐναντίον μου καί οὐσιαστικά οἱ ἄνθρωποι χωριζόμαστε σ’ αὐτές τίς δύο κατηγορίες, σέ ἀνθρώπους πού εἶναι μέ τόν Θεό καί σέ ἀνθρώπους πού εἶναι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο, ἐνδιάμεσο, οὐδέτερο. Ἄν δέν εἶσαι μαζί Του, εἶσαι ἐναντίον Του, τό εἶπε ὁ Ἴδιος. Ὅταν, λοιπόν, ἀγαποῦμε τόν Θεό, τότε εἴμαστε μέσα στό πνεῦμα αὐτό τῆς φιλοκαλίας.
Ὁ τίτλος μάλιστα «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» συνοδεύεται ἀπό ἕναν ὑπότιτλο, ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖ ἀκριβῶς νά γίνει ἐπεξηγηματικός τοῦ τίτλου: «ἐν ἧ διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Εἶναι στήν καθαρεύουσα, ὅπως τόν εἶχε βάλει ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Λέει δηλαδή, εἶναι ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, ἐν ἧ, μέσα στήν ὁποία, διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας, χρησιμοποιώντας στήν πράξη καί τήν θεωρία τήν ἠθική φιλοσοφία, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοποιεῖται. Αὐτός εἶναι ὁ ὑπότιτλος. Μέ ἁπλά λόγια δηλαδή, μᾶς διδάσκει ἡ Φιλοκαλία, τί πρέπει νά κάνουμε καί πῶς νά φτάσουμε καί σέ θεωρίες, ὥστε νά καθαριστεῖ ὁ νοῦς μας, νά φωτιστεῖ καί νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ.
Νῆψις, λέει ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, στόν πρός Θεόδουλο ψυχωφελή Λόγο του, «Περί νήψεως καί ἀρετῆς», μέσα ἀπό τή Φιλοκαλία, εἶναι μέθοδος πνευματική διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος πάμπαν, δηλαδή ἐξ ὁλοκλήρου, ἀπαλλάττεται σύν Θεῷ, ἀπαλλάσσεται μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐμπαθῶν νοημάτων καί λόγων καί πονηρῶν ἔργων, ἀπό τά ἐμπαθή νοήματα καί τίς σκέψεις πού εἶναι συνδεδεμένες μέ τά πάθη. Ὄχι μόνο ἀπό τά νοήματα ἀλλά καί ἀπό τούς λόγους καί ἀπό τά κακά ἔργα. Αὐτή εἶναι ἡ νήψη.
Εἶναι λοιπόν ἡ νήψη, ξαναλέω μέ ἁπλά λόγια, μέθοδος, τρόπος δηλαδή, γιά νά ἀπαλλαχτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τίς ἐμπαθεῖς σκέψεις, ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λόγους καί ἀπό τά πονηρά ἔργα. Καθαρισμός δηλαδή πλήρης, κάθαρσις πλήρης καί στόν νοῦ, στήν διάνοια, στίς σκέψεις καί στήν γλώσσα, στά λόγια καί στά ἔργα. Αὐτό ἀκριβῶς πού θέλουμε. Ἡ κάθαρσις, ἡ ὁποία εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Γιά νά ἔρθει νά μείνει μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, πρέπει νά καθαριστεῖ. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά σωθοῦμε. Γιά νά σωθοῦμε, πρέπει νά ἔχουμε τόν Θεό μαζί μας ἑνωμένο. Νά εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του. Δέν εἶναι τυχαῖο πράγμα. Καί γιά νά ἑνωθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, θά πρέπει νά ἔχουμε καθαριστεῖ. Γιατί δέν πλησιάζει, δέν μπορεῖ νά γίνει ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἀκάθαρτο ἄνθρωπο, μέ ἕναν ἀκάθαρτο νοῦ.
Ἡ λέξη νήψη παράγεται ἀπό τό ρῆμα νήφω, πού σημαίνει παρατηρῶ προσεκτικά, ἀγρυπνῶ καί σηματοδοτεῖ λεκτικά εἶδος πνευματικῆς ἐντάσεως, προσοχῆς, ἐγρήγορσης καί ἐγκράτειας, διά τῆς ὁποίας ὁ νοῦς ἐγγίζει πρός τόν Θεό ἀποκλείοντας τήν μετοχή σέ ἄλλες ἐνέργειες. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς λέξεως νήφω καί νῆψις. Μία ἔνταση, μία ἀγρυπνία, μία ἐγρήγορση δηλαδή πνευματική, μιά αὐτοκυριαρχία, μιά ἐγκράτεια διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ νοῦς πλησιάζει στόν Θεό ἀποκλείοντας τήν μετοχή σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐνέργεια. Δέν σκορπίζεται δηλαδή ὁ νοῦς ἀλλοῦ. Πολλές φορές προσπαθοῦμε νά προσευχηθοῦμε καί λέμε, φεύγει ὁ νοῦς μου. Γιατί φεύγει; Δέν ἔχουμε ἐγρήγορση, δέν ἔχουμε ἐγκράτεια, δέν ἔχουμε ἀγρυπνία πνευματική καί μετεωριζόμαστε, σκορπίζεται ὁ νοῦς μας. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας τό εἶπε, μήν μετεωρίζεστε, καί πάλι εἶπε «γρηγορεῖτε, νήψατε». «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε» (Ματθ. 26,41) εἶπε στούς Ἀποστόλους ἐκεῖ στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, λίγο πρίν γίνει ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁπότε καί Τόν ἐγκατέλειψαν οἱ μαθηταί. Γι’ αὐτό τούς εἶπε νά νήφουν, νά προσέχουν δηλαδή. Νά προσεύχονται καί νά προσέχουν, γιατί μετά ἀπό λίγο θά εἶχαν πειρασμό. Ἡ προσευχή τονώνει τήν προσοχή καί ἡ προσοχή εἶναι ἀπαραίτητο συστατικό τῆς προσευχῆς. Μιά προσευχή χωρίς προσοχή εἶναι σχεδόν ἀνώφελη, εἶναι ἕνας χρόνος θά λέγαμε χαμένος.
Ἡ νήψη συνυφασμένη μέ τήν προσευχή στέκεται ἀνετρεπτική τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου. Θυμηθεῖτε τόν Πέτρο πού ἔλεγε «κι ἄν ὅλοι Σέ προδώσουν, ἐγώ ὄχι», μετά δέν μποροῦσε νά ἀνοίξει τά μάτια του ἀπ’ τήν νύστα, οὔτε νά ἀγρυπνήσει μιά ὥρα! Καί τί ἔπαθαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι; Γιατί καί οἱ ἄλλοι τό ἔλεγαν μαζί μέ τόν Πέτρο ὅτι δέν θά Σέ προδώσουμε, καί μετά ἀπό λίγο ἐπειδή δέν ὑπῆρχε νήψη, σκορπίστηκαν ὅλοι. Μέ τό πού συνελήφθη ὁ Διδάσκαλος, φύγανε ὅλοι, Τόν ἐγκατέλειψαν. Μόνο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἔμεινε κοντά Του. Οἱ ἄλλοι πῆγαν καί κρύφτηκαν, φοβήθηκαν, πού σημαίνει ὅτι ἔχασαν τήν ἀγάπη πού εἶχαν, τήν μικρή ἔστω ἀγάπη, τόν σύνδεσμο μέ τόν Κύριο καί τούς κυρίεψε αὐτό τό πνεῦμα τῆς δειλίας, τοῦ φόβου, τό ὁποῖο ὁπωσδήποτε δέν εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ νήψη, λοιπόν, ὅταν εἶναι συνυφασμένη μέ τήν προσευχή, ἀνατρέπει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, συνεργεῖ στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Εἶναι μέθοδος πνευματική, ἡ ὁποία τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο ἐνώπιον τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί τόν καταρτίζει «νηπτικό». Νά, τώρα, πῶς βγαίνει ἡ λέξη νηπτικός, ἀπό τό νήφω, δηλαδή ἡ νήψη κάνει τόν ἄνθρωπο μέτοχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐφόσον αὐτή καθ’ ἑαυτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μέθεξις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τοῦτο ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νηπτικοί. Γιατί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι μέτοχοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθόσον καί ἡ ἀσκητική αὐτή ὁδός συνιστᾶ κοινό τόπο καί πάγιο τρόπο γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τῆς νήψεως δηλαδή, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μέσα στήν Ἐκκλησία. Χωρίς νήψη, χωρίς ἐγρήγορση, δέν μπορεῖ νά ζήσει κανείς σωστά στήν Ἐκκλησία, θά βγεῖ ἀπ’ ἔξω. Γιατί; Διότι, χωρίς ἐγρήγορση, θά τόν παραπλανήσει ὁ πονηρός. Εἶναι ὅπως ὁ στρατιώτης πού κοιμᾶται στήν σκοπιά. Ἔ.. ὁ ἐχθρός εἶναι ζήτημα χρόνου νά ’ρθεῖ νά τόν σφάξει καί νά μπεῖ μέσα στό στρατόπεδο.
Εἶναι ἑπομένως προφανές, ὅτι τά νηπτικά κείμενα βρίθουν ἀνάμεσα στά κείμενα τῶν Πατέρων. Εἶναι πάρα πολλά τά πατερικά δοκίμια πού μᾶς διδάσκουν τήν νήψη. Ἡ δέ πληθύς τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν νά καταγράψουν τό περί νήψεως κοινῶς βιούμενο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι πραγματικά δυσμέτρητη. Πάρα πολλοί Πατέρες ἀσχολήθηκαν μ’ αὐτό τό θέμα τῆς νήψεως.
Εἶναι δέ προφανές, ὅτι ἡ συλλογή τῆς Φιλοκαλίας περιλαμβάνοντας κείμενα τριανταέξι διαφορετικῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐκτείνονται χρονολογικά ἀπό τόν 4ο ἕως τόν 15ο αἰῶνα, παρά τήν ὀγκωδέστατη ἔκτασή της καί τό ὑπερχιλιετές χρονικό της εὖρος, δέν περιλαμβάνει τό ὅλον τῶν νηπτικῶν κειμένων, οὔτε καί τό σύνολο τῶν νηπτικῶν συγγραφέων. Εἶναι ἕνα μέρος ἀπό τήν πατερική γραμματεία πού ἔχει ἀποθησαυριστεῖ στή Φιλοκαλία. Παρά ταῦτα, οἱ Ἅγιοι Μακάριος καί Νικόδημος ἐπιμένουν νά τήν τιτλοφοροῦν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» ἐπιδιώκοντας μέ τόν τίτλο αὐτό νά μᾶς ἀφήσουν νά ἐννοήσουμε μιά ἐνυπάρχουσα πληρότητα στό ὅλο ἔργο ἤ ἀκριβέστερα μία καθολικότητα. Παρόλο πού δέν εἶναι τό σύνολο τῶν νηπτικῶν Πατέρων καί τῶν νηπτικῶν ἔργων, ὅμως ἔχουνε μία πληρότητα αὐτά τά ἔργα πού διάλεξαν νά συμπεριλάβουν στό ἔργο τους οἱ Ἅγιοι Μακάριος καί Νικόδημος.
Ἡ καθολικότητα, ὅπως εἶναι γνωστό καί τό εἴπαμε λίγο προηγουμένως, μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀναφορική τοῦ πληρώματος τῆς ἀληθείας. Εἶναι καθολική ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας καί δέν ἔχει νά κάνει καθόλου μέ ἔτσι ἤ ἀλλιῶς πεπερασμένα ἀριθμητικά μεγέθη. Δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, εἶναι θέμα ἀλήθειας. Δηλαδή, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας νά ἔχει 10 ἑκατομμύρια μέλη ἐνδεχομένως, τυπικά, πού εἶναι βαπτισμένοι, ἀλλά τό σύνολο τοῦ κόσμου ἔχει 7 δισεκατομμύρια. Ἄν τό πάρουμε ἀριθμητικά, δέν ἔχουμε τό πλήρωμα, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔχουμε μόνο ἕνα μικρό κομμάτι ἀπό τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅμως, αὐτό τό μικρό κομμάτι ἔχει τήν καθολικότητα ὡς πρός τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό ἠ Ἐκκλησία μας εἶναι καθολική. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχει τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά ἔχει τό σύνολο τῆς ἀλήθειας, τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι δέν ἔχει σχέση μέ ἀριθμητικά μεγέθη. Μπορεῖ τώρα, ἀπό τά 10 ἑκατομμύρια Ἑλλήνων νά ἀπιστήσουν ὅλοι καί νά μείνει μόνο ἕνας – πού δέν τό εὐχόμαστε βέβαια. Ἀλλά μπορεῖ νά γίνει… καί ὅλοι οἱ ἄλλοι νά πᾶνε σέ αἱρέσεις ἤ νά πᾶνε σέ ἄλλες θρησκεῖες – ὅ μή γένοιτο. Αὐτός ὁ ἕνας θά ἔχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας καί αὐτός ὁ ἕνας θά εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία κι ἄς εἶναι ἕνας! Καί μέσα στήν Ἑλλάδα. Ὁπότε καταλαβαίνουμε, νομίζω, τί σημαίνει καθολικότητα. Νά γιατί ὁ πάπας, παρόλο πού λέγεται καθολικός καί ἡ «ἐκκλησία» του καθολική, δέν εἶναι καθολική.
– Γιατί δέν εἶναι καθολική;
Διότι δέν ἔχει τήν ἀλήθεια. Ἔχει ἀλλοιώσει τήν ἀλήθεια. Ὁπότε, κακῶς τούς λέμε καθολικούς. Καθολικοί εἴμαστε ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ὀρθοδοξία, τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας. Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς μιά αἱρετική παραφυάδα τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ καθολικότητα, λοιπόν, δέν ἔχει νά κάνει μέ ἀριθμητικά μεγέθη. Ἔχει θεολογικό νόημα καί ἀναφέρεται στήν ὀρθότητα καί πληρότητα τῆς ἀλήθειας καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὑποστατική πραγματικότητα. Δέν εἶναι μία ἰδέα ἡ ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι μία ὑπόσταση, εἶναι τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅταν λοιπόν λέμε ἔχουμε τήν ἀλήθεια, σημαίνει ἔχουμε τόν Χριστό. Ἡ καθολικότητα, ἑπομένως, εἶναι μία ὀντολογική ἑνότητα προσώπων ἐπί τῆς Ἀληθείας καί τῆς Ζωῆς, ἡ ὁποία ὄντας μία καί θεανθρώπινη -ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ὁ Χριστός δηλαδή- ἑνώνει στόν Ἑαυτό της καί μεταξύ τους τά πρόσωπα τῶν θεωμένων ἀνθρώπων ξεπερνώντας τά χωροχρονικά στεγανά τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ καθολικότητα, λοιπόν, εἶναι μία ἑνότητα ὀντολογική προσώπων, ἡ ὁποία εἶναι μέσα στόν Χριστό καί ὁ Χριστός εἶναι πού τούς ἑνώνει. Ὁ Χριστός εἶναι πού μᾶς ἑνώνει. Γι΄ αὐτό εἶπα προηγουμένως ὅτι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε καθολικοί, ὅσο ζοῦμε ἑνωμένοι μέ τήν ἐνυπόστατη Ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός.
Στήν βάση αὐτή, ἑπομένως, καθολικότητα σημαίνει ἀπό τήν μιά τήν ἀκρίβεια καί ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἄλλη τήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της, ἀνεξάρτητα ἀπό χωροχρονικές διαστάσεις. Μέσα στήν Ἐκκλησία, λοιπόν, διασώζεται ἡ ἀκρίβεια στήν δογματική διδασκαλία, ἡ ἀκρίβεια στό δόγμα καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ σωστή ζωή, τό ἦθος, τό σωστό ἦθος. Αὐτά τά δύο λοιπόν εἶναι τά στοχεῖα τῆς καθολικότητας καί αὐτά τά δύο εἶναι πού ἐξασφαλίζουν καί τήν ἀποστολική διαδοχή. Ἄν δέν ὑπάρχει σωστή πίστη καί σωστή ζωή, χάνεται ἡ ἀποστολική διαδοχή, ὅπως χάθηκε στήν λεγόμενη «ἐκκλησία» τῶν παπικῶν, τήν καθολική «ἐκκλησία»… λανθασμένα τό λέμε ἔτσι… οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουνε καί ἀποστολική διαδοχή. Γιατί; Γιατί ἔχουν χάσει καί τήν ἀκρίβεια στό δόγμα καί τήν ἁγιοπνευματική ζωή.
Αὐτό πού οἱ Ἅγιοι Μακάριος καί Νικόδημος θέλησαν νά μᾶς ποῦν ἀποδίδοντας τήν «Φιλοκαλία» ὡς συλλογή νηπτικῶν κειμένων, στούς Ἱερούς Νηπτικούς, τό σύνολο τῶν ὁποίων ταυτίζεται προφανῶς μέ ὅλους τούς θεοφόρους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὅτι τά κείμενα αὐτά ἀσχέτως τοῦ χωροχρονικοῦ τους πεπερασμένου εὔρους, διαφυλάττουν διακηρυγμένη τήν ἀλήθεια καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι ἡ Φιλοκαλία εἶναι τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν καί εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία μέ πράξη καί θεωρία, καθαρίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί φωτίζεται καί θεώνεται. Γιατί; Γιατί μέσα σ’ αὐτά τά κείμενα διαφυλάσσεται ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας καί ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπίσης, ἀντίστοιχα, ὅτι παρά τίς ἀνυπέρβλητες τοπικές διαφορές καί τίς ὑπερχιλιετεῖς χρονικές ἀποστάσεις ἡ χορεία τῶν Ἁγίων μέσα στούς αἰῶνες ἀποθησαυρίζει ἐπιβεβαιωμένο τό κοινό καί ἀναλλοίωτο ἁγιοπνευματικό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Κοινό καί ἀναλλοίωτο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή, μᾶς φανερώνουν μέσα στά κείμενά τους αὐτό τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο εἶναι τό ἴδιο, εἴτε στόν 1ο αἰῶνα εἴτε στόν 21ο πού ἔχουμε τώρα. Εἶναι τό ἴδιο, γιατί εἶναι τό βίωμα πού ἐμπνέει καί προσφέρει τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀλλάζει. Ὁ Θεός δέν ἀλλάζει. Ὅ,τι ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι τόν 1ο αἰῶνα, ζοῦνε καί οἱ Ἅγιοι τοῦ 21ου αἰῶνος καί μποροῦμε νά ζήσουμε κι ἐμεῖς ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐφόσον εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί προσπαθοῦμε νά ζοῦμε πνευματικά σωστά.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ καθολικότητα τῆς Φιλοκαλίας καταδεικνύει, ὅτι τό περιεχόμενο τῆς βίβλου ἔχει ὡς ἀποδέκτες του, ἀνεξάρτητα ἀπό ὁποιαδήποτε ἐπί μέρους ἰδιότητά τους, ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅσους ἐπιποθοῦν νά πορευθοῦν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία βαδίζεται φιλοκαλικῶς, δηλαδή μέ ἀπόλυτη προϋπόθεση τήν ἀγάπη στόν Χριστό, πού ἐμπράκτως σημαίνει τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Δέν ἀπευθύνεται, ἑπομένως, ἡ Φιλοκαλία μόνο στούς μοναχούς ἤ σέ κάποιους φιλομόναχους πού ἔχουν κάποια ἰδιαιτερότητα καί τούς ἀρέσει νά διαβάζουν κείμενα μοναχικά, ἀσκητικά ἤ νηπτικά, ἀλλά ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιατί ἀκριβῶς μᾶς φανερώνει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας καί τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἀφορᾶ σέ ὅλους φυσικά, δέν ἀφορᾶ μόνο στούς μοναχούς. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά θέλουν νά σωθοῦν καί ὄχι μόνο οἱ μοναχοί. Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά ἔχουν ὡς πρῶτο στόχο τῆς ζωῆς τους τήν σωτηρία. Ἡ σωτηρία δέν μπορεῖ νά γίνει διαφορετικά παρά διά τῆς σωστῆς πίστεως καί τῆς ὀρθῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέσα στήν Φιλοκαλία. Γι’ αὐτό καί ζοῦμε, καί πρέπει νά ζοῦμε, φιλοκαλικά, δηλαδή, ὅπως μᾶς διδάσκει αὐτό τό βιβλίο, ἀγαπώντας τόν Θεό. Καί πρέπει νά ξαναποῦμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» καί λέει κατόπιν ὁ Κύριος «καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰω. 14,21). Μετά ἔρχεται καί ὁ καρπός τῆς προσπάθειας. Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ φιλοκαλικά, ζεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν καθαριστεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἄλλιῶς ἡ καρδιά, ὅπως τό λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τότε ὁ ἄνθρωπος ὁρᾶ τόν Θεό, βλέπει τόν Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Στό χωρίο πού εἴπαμε προηγουμένως, πού μᾶς λέει ὁ Κύριος ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει τίς ἐντολές Μου, ἐκεῖνος εἶναι πού Μέ ἀγαπάει καί Ἐγώ θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦ ἐμφανιστῶ, βλέπουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τῆς δόξης μιλάει γιά τήν φιλοκαλία, ὅπως μᾶς τήν παραδίδουν ὡς ἔννοια οἱ Ἅγιοι Μακάριος καί Νικόδημος. Δίδει τίς ἔμπρακτες προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης καί τό τέλος της πού εἶναι ἡ θέωση.
– Ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀγάπης; Πῶς ἀγαπᾶμε τόν Θεό;
Τηρώντας τίς ἐντολές. Αὐτή εἶναι ἡ προϋπόθεση. Καί τί θά γίνει μετά, ὅταν τηρήσουμε τίς ἐντολές; Θά ἔχουμε τό τέλος, τό ὁποῖο εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἐμφάνιση δηλαδή τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Νά, λοιπόν, πού καί ὁ Κύριος μᾶς μιλάει γιά αὐτήν τήν φιλοκαλία, γιά αὐτή τήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχουμε γιά τόν Θεό, ἡ ὁποία ἔμπρακτα ἐκφράζεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν.
«Ἡ κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθική φιλοσοφία», εἶναι ὁ ὑπότιτλος τώρα, «δι’ ἧς ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται».
Αὐτός ὁ ὑπότιτλος τῆς Φιλοκαλίας εἶναι ἀπόλυτα καθοριστικός τοῦ περιεχομένου της καί τῶν προθέσεων τῶν ἐκδοτῶν της. Γιατί τήν ἐκδίδουν τήν Φιλοκαλία; Γιά νά μᾶς δώσουν μιά μέθοδο διά τῆς ὁποίας ὁ νοῦς καθαρίζεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί μάλιστα τήν μοναδική μέθοδο. Δέν ὑπάρχει ἄλλη μέθοδος νά ξέρετε. Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη, ὡς Φιλοκαλία κατά τήν πρᾶξιν, καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη καί τόν κάνει «ἐπιτήδειο», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δηλαδή κατάλληλο, γιά τήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Νά τί χρειάζονται οἱ ἐντολές. Οἱ ἐντολές δέν εἶναι γιά τόν Θεό, γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ Θεός. Οἱ ἐντολές εἶναι γιά μᾶς.
– Καί τί κάνουν οἱ ἐντολές;
Μᾶς καθιστοῦν ἐπιτηδείους, κατάλληλους δηλαδή, γιά νά μπορέσουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, νά σωθοῦμε δηλαδή. Γιατί, χωρίς ἕνωση μέ τόν Θεό, δέν ὑπάρχει σωτηρία. Εἶναι, θά λέγαμε, σάν τό ἐργαλεῖο πού σμιλεύει τόν ἀκατέργαστο βράχο καί βγάζει ἕνα ὡραῖο ἄγαλμα. Ἔτσι εἶναι οἱ ἐντολές. Ἑτοιμάζεται ὁ ἄνθρωπος καί φτάνει στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό, στό καθ’ ὁμοίωση, τό ὁποῖο, βέβαια, δέν τό κάνει ὁ ἄνθρωπος, τό κάνει ὁ Θεός. Τό δίνει ὅμως στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τό ἐργαλεῖο, τή σμίλη κ.λ.π., γιά νά κατεργαστεῖ τόν ἑαυτό του, νά κόψει τά πάθη του, τό ὁποῖο βέβαια γίνεται πάλι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἄσκηση τῆς πράξεως ἐντάσσει τόν πιστό στήν κατάσταση τῆς καθάρσεως. Εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πράξη, οἱ πρακτικές ἀρετές, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, βάζει τόν ἄνθρωπο, τόν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση. «Πράξις δέ ἐπίβασις θεωρίας», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πράξη, πού συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν σωματική ἄσκηση καί τήν κάθαρση τῶν παθῶν, εἶναι τό ἀναγκαῖο θεμέλιο ἀπ’ ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀνέλθει ὡς τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ ἀνακαλώντας τήν ἐντός του καλυμμένη ἀπό τά πάθη Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Πρακτικά λοιπόν κάνοντας τήν σωματική ἄσκηση καί καθαρώμενος ἀπό τά πάθη, μετά μπορεῖς νά προχωρήσεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γίνεσαι ἱκανός, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά θεωρήσεις τόν Θεό, ἀνακαλώντας τήν Χάρη πού ὑπάρχει μέσα σου ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα.
Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ δέν συνιστᾶ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά δωρεά τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του νά θεωρήσει τόν Θεό, παρά μόνο ἄν ὁ Θεός τοῦ τό δώσει. Καί ὁ Θεός τό δίνει σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνε τήν πράξη. Κατά συνέπεια, ἐνεργοποιώντας ὁ ἄνθρωπος τήν ἐντός του ἄκτιστο θεία Χάρη, τήν ὁποία ἔλαβε διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, δι’ αὐτῆς φωτίζεται. Ξεκινᾶμε, λοιπόν, μέ τήν πράξη, μέ τήν κάθαρση, ἐνεργοποιεῖται ἡ θεία Χάρις τοῦ Βαπτίσματος καί μετά ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται. «Περιλαμφθείς τῷ ἀπροσίτῳ φέγγει», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γίνεται καί ὁ ἴδιος φῶς, γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος φῶς, ἐπειδή καθαρίστηκε καί ἐνεργοποίησε τήν θεία Χάρη πού εἶχε μέσα του. Εὐρύνονται οἱ ὀντολογικές του διαστάσεις καί βλέπει τόν Θεό ὡς φῶς σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου λόγο: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με… καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰω. 14,21). Ἀλλά ἡ θέα ἁπλῶς τοῦ φωτός τῆς θείας Χάριτος δέν σημαίνει καί ἕνωση μέ τόν Θεό. Βλέπετε; Ἔχει διαφορά. Ἄλλο νά δῶ τήν θεία Χάρη, τό Φῶς καί ἄλλο νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό. Ἡ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἄνθρωπο πραγματώνεται μέ τήν θεία Χάρη μυστηριακῶς μέ τήν μετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία, ὁπότε ἐνεργεῖται ἡ σύγκραση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογική ἑνότητα μέ τόν Χριστό, ἡ θέωση, τό τρίτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἄλλο ὁ φωτισμός, ἡ θέα τοῦ φωτός καί ἄλλο θέωση, πού εἶναι πλέον ἡ σύγκραση, ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό.
Ἡ ἕνωση λοιπόν μέ τόν Θεό γίνεται μυστηριακά στήν Θεία Εὐχαριστία. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, τελειοῦται, τελειοποιεῖται. Ἡ ἄκτιστη θεία Ζωή καί Χάρη ὡς ἀνώτερες ἐπικρατοῦν μέσα του καί τόν μεταβάλλουν ἐν Χριστῷ, ὅπως μεταβάλλεται μιά σταγόνα νεροῦ, πού πέφτει μέσα σέ ἄπειρο πέλαγος μύρου καί γίνεται κι αὐτή μύρο. Ἔτσι καί ἡ ἄκτιστη Ζωή τοῦ Χριστοῦ ἐπικρατεῖ στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού κατεργάζεται τήν πράξη καί ἔχει φτάσει στόν φωτισμό. Ἡ ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἀπό τήν θεία Χάρη μυστηριακῶς, εἶναι μιά συγκεκριμένη συνειδητή ὀντολογική πραγματικότητα ἄφατη -ἀνείπωτη δηλαδή- στήν διάστασή της, πού ξεπερνάει κάθε περιγραφή. Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε, τί θά πεῖ ἕνωση μέ τόν Θεό, τί θά πεῖ θέωση. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς λέει σχετικά, ὅτι, ἐνῶ ἀσφαλῶς οἱ Ἅγιοι δέν μετέχουν στήν θεία οὐσία, μέσω τῆς θεώσεως τούς παραχωρεῖται μία κατ’ ἐνέργειαν ταύτιση μέ τόν τριαδικό Θέο. Ταυτίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργεια, ὄχι κατ’ οὐσία, καί γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι καί ὁ Θεός ἐκτός τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητας. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο, στό ὁποῖο μᾶς ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Καί βλέπετε πῶς ὁ διάβολος ἔχει διαστρέψει τά πράγματα στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, ὅπου κυριαρχεῖ, καί σοῦ λέει, εἶσαι θεός. Ἀπο ποῦ κι ὡς ποῦ εἶσαι θεός; Μπορεῖς νά γίνεις θεός, ἀλλά δέν εἶσαι θεός. Μπορεῖς νά γίνεις κατ’ ἐνέργειαν θεός. Αὐτό ναί, εἶναι ἡ ὀρθοδοξία. Ὁ διάβολος λέει κάτι παραπλήσιο, ἀλλά οὐσιαστικά προσπαθεῖ νά ἀκυρώσει αὐτό πού λέει ὁ Θεός καί στήν πράξη τό ἀκυρώνει σ’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦνε τίς διδασκαλίες αὐτές. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του εἶναι ἕνα κτίσμα. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Πῶς εἶσαι θεός; Θεός μπορεῖς νά γίνεις, ὅταν ἀκολουθήσεις αὐτή ὅλη τήν διαδικασία πού εἴπαμε, τῆς κάθαρσης, τῆς πράξης, τοῦ φωτισμοῦ καί τελικά τῆς θέωσης.
Καί ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἕνωση μετά τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία πραγματώνει ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, εἶναι Φιλοκαλία κατά τούς ἁγίους Πατέρες Μακάριο καί Νικόδημο, διότι τό «ἑννοῦν ἡ ἀγάπη ἐστίν». Ἐκεῖνο πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἔργου μᾶς μιλᾶ γιά κάποια ἠθική φιλοσοφία, πού ἐνεργεῖται κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν καί ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν νοῦ πρῶτον στήν κάθαρση καί δεύτερον στόν φωτισμό καί στήν τελείωση, δηλαδή στήν σωτηρία, στή θέωση. Ἡ λέξη νοῦς κατά τήν γλώσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτᾶ εἰδική σημασία, αὐτή τῆς νοερᾶς ἐνέργειας πού λειτουργεῖ στήν καρδιά. Ὅταν λένε οἱ Πατέρες τήν λέξη νοῦ, ἐννοοῦν τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς περιγράφει ἀκριβῶς καί λέει τό ἑξῆς: «Οὐκοῦν ἡ καρδία ἡμῶν ἐστι τό τοῦ λογιστικοῦ ταμεῖον καί πρῶτον σαρκικόν ὄργανον λογιστικόν. Ἐκεῖ τοίνυν δεῖ σκοπεῖν». Ἐκεῖ, λέει, πρέπει νά προσέχουμε, «εἰ ἐνέγραψεν ἡ Χάρις τούς τοῦ Πνεύματος νόμους», ἐάν ἡ Θεία Χάρη ἔχει γράψει τούς νόμους τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖ ποῦ; Ἐν τῷ ἡγεμονικῷ ὀργάνῳ, ἐν τῷ τῆς Χάριτος θρόνῳ, ὅπου ὁ νοῦς καί οἱ λογισμοί πάντες τῆς ψυχῆς, ἐν τῇ καρδίᾳ δηλαδή». Ἐκεῖ πρέπει νά προσέχουμε, στήν καρδιά, στό ἡγεμονικό ὄργανο, στόν θρόνο τῆς Χάριτος, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ θεία Χάρις. Ὅταν παίρνουμε τήν θεία Χάρη μέ τό Βάπτισμα, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι πηγαίνει στήν καρδία, στό ψυχοσωματικό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ, λοιπόν, θά πρέπει νά βλέπουμε, νά ἐξετάζουμε, ἐάν ἔχουν γραφτεῖ οἱ πνευματικοί νόμοι, ἐάν τηροῦμε τίς θεῖες ἐντολές. Ἡ ἀναζήτησις, ἑπομένως, «τῆς ἀρχῆθεν δωρειθείσης ἡμῖν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τελείας Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Ζωαρχικοῦ Πνεύματος» γίνεται ἐντός τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ πρέπει νά ψάξουμε, γιά νά βροῦμε τήν θεία Χάρη, πού μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Μέσα στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17,21). Εἶναι μέσα μας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν θεία Χάρη.
Ἡ ἀναζήτηση αὐτή ἐπιβάλλει μία στροφή τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ του. Πρέπει νά στραφεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του, στήν καρδιά του. Κίνηση ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μία μέθοδο, ἕναν «τρόπο»: πῶς θά μαζέψεις αὐτόν τόν ἀλήτη τόν νοῦ πού περιφέρεται σ’ ὅλο τόν κόσμο, σ’ ὅλη τήν οἰκούμενη καί θά τόν κάνεις νά στραφεῖ στήν καρδία. Θέλει μία μέθοδο, ἕναν τρόπο, αὐτό τό πράγμα. Οἱ Ἅγιοι Μακάριος καί Νικόδημος μᾶς μιλοῦν γιά ἠθική φιλοσοφία. Ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως καί ἑδράζεται στήν καρδία, καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται, διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας.
– Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἠθική αὐτή φιλοφοφία καί τί πραγματικά κατορθώνει;
Τό προοίμιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου γίνεται ἀπόλυτα διευκρινιστικό. Ὁ «τρόπος» αὐτός, «ὄντως ἀληθινά θαυμαστός καί ἐπιστημονικώτατος», λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιό του εἶναι (τί σημαίνει ἠθική φιλοσοφία, γιά νά καταλάβουμε): «τό νά προσεύχωνται οἱ Χριστιανοί ἀδιαλείπτως στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς μόνο, μέ τόν νοῦ καί τά χείλη, ἀλλά ἀφοῦ ἐπιστρέψουν ὅλο τόν νοῦ στόν ἐντός ἄνθρωπο», μαζέψουν ὅλο τόν νοῦ στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. «Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐσωτερικά καί σ’ αὐτό τό βάθος τῆς καρδίας νά ἐπικαλοῦνται τό Πανάγιον τοῦ Κυρίου ὄνομα καί νά ἐκζητοῦν ἀπό Ἐκεῖνον τό ἔλεος, προσέχοντας σ’ αὐτά καί μόνα, στά ἁπλά λόγια τῆς προσευχῆς καί χωρίς νά δέχονται στόν νοῦ τίποτα ἄλλο καθόλου οὔτε ἀπό μέσα οὔτε ἀπό ἔξω, ἀναλαμβάνοντας νά τηρήσουν τόν νοῦ ἐντελῶς ἀσχημάτιστο καί ἀχρωμάτιστο. Ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ὄντως καί πνευματική καί ἐπιστημονική ἐργασία, μαζί καί μέ τήν κατά τό δυνατόν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν καί τῶν λοιπῶν ἠθικῶν ἀρετῶν, ἐξαιτίας τῆς θέρμης, πού γεννᾶται μέσα στήν καρδιά ἀπό τήν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου ὀνόματος καί τῆς ἐν τῆ καρδία θέρμη, πνευματικῆς ἐνεργείας, τά πάθη ὄντως ἀναλώνονται. Καταστρέφονται τά πάθη, γιατί ἀναπτύσσεται μία θέρμη μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπικαλεῖται ἀσταμάτητα τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁπότε, ὁ νοῦς καί ἡ καρδία βαθμηδόν καθαρίζονται καί ἑνώνονται μεταξύ τους. Μέ αὐτή τήν θέρμη καίγονται τά πάθη, τά ὁποῖα εἶναι τά μονωτικά, εἶναι τά ἐμπόδια πού ἐμποδίζουν τόν νοῦ νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία Χάρη, μέ τήν καρδία.
Ὅταν δέ αὐτά, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά, ἔχουν καθαρθεῖ καί μεταξύ τους ἑνωθεῖ, ἀπό ἐκεῖ καί ὕστερα οἱ σωτηριώδεις ἐντολές κατορθώνονται εὐχερέστερα. Μετά, μπορεῖς πιό εὔκολα νά τηρήσεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τότε, οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος ξαναεμφανίζονται στήν ψυχή καί ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀρετῶν παρέχεται πλούσια. Ἀπό τότε, εἶναι δυνατόν σέ μᾶς, συντομώτερα νά ἐπιστρέψουμε πρός τήν τέλεια Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐδωρήθη ἀρχικά μέ τό Ἅγιο Βάφτισμα, ἡ Ὁποία ὑπάρχει ἐντός μας. Ἀλλά, ἐνῶ ὑπάρχει, εἶναι σκεπασμένη μέ τά πάθη, ὅπως ἕνας σπινθῆρας χωμένος μέσα στή στάχτη. Ὅταν ὅμως οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος ξαναεμφανιστοῦν στήν ψυχή, τότε αὐτή, ἀφοῦ ἀναλάμψει ὁλόλαμπρα, θά μπορέσει νά ἐπαγρυπνήσει καί νά φωτιστεῖ νοερῶς καί ἑπομένως νά τελειωθεῖ καί ἀκολούθως νά θεωθεῖ.
Αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιο στήν Φιλοκαλία. Καί ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πολύ σαφή. Ἡ μονολόγιστη εὐχή, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με καί ἡ ἄσκησή της, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ καθαρά προσευχή τῆς καρδίας, ὑπό τούς ὅρους καί τίς πρϋποθέσεις τῶν θεοφόρων Πατέρων ὅμως – ὄχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς, ἀλλά ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες – ὑπηρετεῖ λειτουργικά τήν μυστηριακή ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἀκτίστως καί ἀνερμηνεύτως, μόνον ἀπό τήν ἄκτιστο Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν γίνεται ἀπό ἐμᾶς ἡ ἕνωση, ἀλλά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐμεῖς κάνουμε μόνο τήν προσπάθεια τῆς συνεχοῦς προσευχῆς. Ἡ ἄσκησις τῆς εὐχῆς καί «ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ἥτις ἱερουργεῖ καί τελεσιουργεῖ τήν τοῦ ἀνθρώπου πρός τό θεῖον ἀνάτασίν τε καί ἕνωσιν», αὐτή συνιστᾶ νευραλγικό ἄξονα τοῦ μεθοδικοῦ συστήματος, τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, τό ὁποῖο μετῆλθαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, δηλαδή τήν σωτηρία. Ὁ ἄξονας τῆς μεθόδου αὐτῆς, τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, εἶναι ἡ αὐτή ἄσκηση τῆς εὐχῆς, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Συγκεφαλαιώνοντας, λοιπόν, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐμπράκτως ἐκφρασμένη μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του διά μιᾶς ἀσκητικονηπτικῆς πρακτικῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἀπαρχή καί τό κέντρο βάρους βρίσκεται στήν ἐπίκληση τοῦ Θείου ὀνόματος καί τό τέλος στήν μυστηριακή ἕνωση μέ τόν Θεό, στήν σωτηρία καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ξεκινάει, λοιπόν, κανείς μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Θείου ὀνόματος καί, ἐφόσον τά κάνει σωστά ὅλα, φτάνει στή σωτηρία καί στή θέωση.
Ἡ ἀσκητική δε αὐτή καθολικῶς βιουμένη μέσα στήν Ἐκκλησία περιγράφεται σέ μιά συλλογή Πατερικῶν κειμένων, τά ὁποῖα ἐμπεριέχουν τήν σοφία τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀσκητικῆς αὐτῆς, βιουμένης καί προσφερομένης ἀνεξάρτητα ἀπό χῶρο, χρόνο ἤ ἐπιμέρους ἀνθρώπινη ἰδιότητα. Καί αὐτή ἡ συλλογή πῆρε ἡ ἴδια τό ὄνομα «Φιλοκαλία», καθόσον ἡ ἀρχή, τό μέσο καί τό τέλος τῆς τῶν Χριστιανῶν πολιτείας μέ προοπτική τήν σωτηρία εἶναι «Φιλοκαλία», δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – φίλος τοῦ Κάλλους, ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό – ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ τήν ζωή τῆς μετανοίας καί χαρίζει τήν ζωή τῆς Βασιλείας.
Αὐτά ἤθελα νά ποῦμε σήμερα. Ἴσως ἦταν λίγο δυσκολονόητα, ἀλλά προσπαθήσαμε, ὅσο μποροῦμε, νά ποῦμε ἁπλά τήν ἔννοια τῆς Φιλοκαλίας καί τό ἐπεξηγηματικό αὐτό προοίμιο, τόν ὑπότιτλο τόν ἐπεξηγηματικό, πού βάζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, νά δοῦμε καί τήν ἀξία τοῦ βιβλίου καί πόσο κανείς ὀφείλει νά ἐντρυφήσει σ’ αὐτό, ἄν ποθεῖ τήν σωτηρία του. Κυρίαρχος ἄξονας τῆς μεθόδου, μέ τήν ὁποία καθαρίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θείου ὀνόματος, τήν ὁποία τήν χρησιμοποίησαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί δέν εἶναι, ξαναλέω, μία μέθοδος ἀπό τίς πολλές, ἀλλά εἶναι ἡ μέθοδος! Βέβαια δέν ἀπολυτοποιοῦμε μόνο τήν εὐχή, ἀλλά εἶναι πάντοτε συνδυασμένη καί μέ τήν τήρηση τῶν ὑπόλοιπων ἐντολῶν. Δέν μπορεῖς νά ἁμαρτάνεις, νά εἶσαι ἀνήθικος καί νά λές ʿἐγώ θά κάνω ἀδιάλειπτη προσευχή καί θά σωθῶ᾽. Χρειάζεται νά τηρεῖς καί τίς ὑπόλοιπες ἐντολές. Ἀλλά, κατεξοχήν, ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτή τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στή θέωση, πού εἶναι καί ἡ σωτηρία μας.
Ἄν θέλετε κάτι νά ρωτήσετε σ’ αὐτά ὅλα καί στήν ἔννοια τῆς καθολικότητας πού εἴπαμε… Νά εὐχηθοῦμε καλή Μεγάλη Ἑβδομάδα σέ ὅλους μέ συμμετοχή φιλοκαλική καί νηπτική στίς ἱερές ἀκολουθίες καί μέ βίωση τοῦ μυστηρίου τῶν Παθῶν, τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας καί τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία προαναγγέλεται σήμερα. Σήμερα, πού γιορτάζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἄν προσέξατε, στήν ἀπόλυση πού κάνει ὁ ἱερέας λέει «ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν», παρόλο πού εἶναι Σάββατο. Τό Σάββατο στήν ἀπόλυση δέν λέει ὁ ἱερέας «ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν», ἀλλά «Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν». Σήμερα λέμε «ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν» , διότι ἀκριβῶς προαναγγέλεται μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πανήγυρις τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου, πού ζοῦμε οἱ Χριστιανοί. Αὐτή ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου βέβαια, δέν εἶναι μιά ἰδέα πολύ ὡραία, πού μᾶς ἀρέσει, ἀλλά εἶναι ἕνα ὀντολογικό γεγονός, ἕνα βιωματικό γεγονός, πού τό ζοῦν αὐτοί πού ζοῦν φιλοκαλικά, αὐτοί πού ζοῦνε ἀσκητικά καί νηπτικά. Αὐτοί ζοῦνε καί τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Διαβάστε τόν π. Πορφύριο πού ἔλεγε ὅτι «δέν ὑπάρχει θάνατος γιά τόν Χριστιανό». Δέν ὑπάρχει, εἶναι ἕνα ἁπλό πέρασμα. Πῶς τό λέει αὐτό ὁ Ἅγιος Γέροντας; Γιατί ἀκριβῶς βίωνε αὐτή τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἐδῶ τῆς Φιλοκαλίας. Εὐχόμαστε, λοιπόν, καλή Μεγάλη Ἑβδομάδα καί καλή Ἀνάσταση βιωματική σέ ὅλους μας καί, ἄν θέλει ὁ Θεός, θά τά ξαναποῦμε πάλι μετά τίς γιορτές.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Βρῆκα τήν Φιλοκαλία, ἀλλά εἶναι ὁλόκληροι τόμοι…
Ἀπ. : Πέντε τόμοι.
Ἐρ. : Πέντε τόμοι… ὑπάρχει κανένα πιό συνοπτικό βιβλίο νά μποροῦμε νά διαβάσουμε… καί ἐκτός αὐτοῦ, εἶναι καί στήν καθαρεύουσα.
Ἀπ. : Νομίζω εἶχα πεῖ στό πρῶτο μάθημα, ὅτι ὑπάρχει μιά καινούρια ἔκδοση. Εἶναι κείμενο καί μετάφραση καί μπορεῖτε νά τό ἀναζητήσετε ἀπό τό μοναστήρι τῆς Μπούρας στήν Ἀρκαδία γιά νά βοηθηθεῖτε.
Ἐρ. : Πατέρα Σάββα, εἴπατε ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι ἕνωση μέ τόν Θεό, μέ τόν Χριστό. Θά πῶ κάτι πού εἶχαν πεῖ καί οἱ μαθητές στόν Κύριο: Πῶς εἶναι δυνατόν νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Καί πόσοι εἶναι αὐτοί πού σώζονται, πού καταφέρνουν στήν παροῦσα ζωή νά ἔχουν πετύχει τήν ἕνωση μέ τόν Θεό; Εὐχαριστῶ.
Ἀπ. : Πόσοι, ἀριθμητικά δηλαδή;
Ἐρ. : Ναί, ποσοστιαῖα… τό βλέπω ἔτσι πολύ δύσκολο καί σέ μικρό ποσοστό…
Ἀπ. : Ἡ σωτηρία πράγματι εἶναι ἡ θέωση. Θά τό ποῦμε καί ἀργότερα. Τό πόσοι… ὅταν Τόν ρώτησαν τόν Κύριο, ξέρετε τί εἶπε; Δέν ἀπάντησε. «Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι;» (Λουκ. 13,23). Εἶπε: «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13,24). Εἶναι λίγοι αὐτοί πού σώζονται; Λέει, μήν σᾶς νοιάζει ἄν εἶναι λίγοι ἤ πολλοί, ἐσεῖς ἀγωνίζεσθε νά μπεῖτε διά τῆς στενῆς πύλης. Εἶναι στενή ἡ πύλη… Μετά βέβαια εἶπε ὅτι εἶναι λίγοι. «..Ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7,14). Γιατί εἶναι λίγοι; Πράγματι, εἶναι λίγοι. Διότι οἱ πολλοί εἴμαστε ράθυμοι, εἴμαστε τεμπέληδες πνευματικά. Δέν νήφουμε. Δέν εἴμαστε σέ ἐγρήγορση. Ζοῦμε μέ περισπασμό καί πρέπει νά ἀνασκουμποθοῦμε καί νά ἀναζωστοῦμε, νά ἔρθουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς νήψεως. Γιατί ὁ χρόνος περνάει, «συνεσταλμένος ἐστί» (Α΄Κορ. 7,29), ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί τό σχῆμα τοῦ κόσμου κι αὐτό παράγεται, φεύγει, ὅλα διαλύονται… καί ἐκεῖνο πού μένει εἶναι πράγματι ὁ Θεός καί ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί εἶναι σωτηρία, εἶναι διάσωση δηλαδή ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι πραγματικά πού μένει καί πού ὑπάρχει. Ὅλα τά ἄλλα φεύγουν, διαλύονται, χάνονται. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ὄντως Ὤν, ὁ πραγματικά Ὑπάρχων. Καί ἄν ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό, τότε ὑπάρχεις κι ἐσύ.
Τό ὅτι ἔχουμε τό βάφτισμα, εἶναι βέβαια ἕνα κορυφαῖο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι κρίμα, μετά ἀπό αὐτό τό δῶρο, νά χαθοῦμε, νά μή σωθοῦμε. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μέσο καί ὁ χῶρος καί ὁ τρόπος τῆς σωτηρίας. Οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας, οἱ ἀβάφτιστοι, εἶναι σέ τραγική θέση, γιατί δέν ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. 16,16), εἶπε ὁ Κύριος. Ἐμεῖς ἔχουμε τήν μία προϋπόθεση, τό βάφτισμα, ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε καί τήν πίστη, τήν σωστή πίστη δηλαδή, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα. Ὄχι τήν θεωρητική πίστη πού ἔχουν καί οἱ δαίμονες, ὅτι ἁπλῶς ὑπάρχει Θεός. Ἔχουμε τό βάφτισμα. Ἅμα ἔχουμε καί τήν σωστή πίστη, τήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή δηλαδή τῶν ἐντολῶν, τότε σωζόμαστε. Ἐκεῖ πρέπει νά προσπαθήσουμε καί γι’ αὐτό ἡ Φιλοκαλία μᾶς βοηθάει, γιατί μᾶς δίνει τόν τρόπο, ὥστε νά μπορέσουμε νά τηρήσουμε τίς ἐντολές.
Στήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου, πού κάναμε προηγουμένως, λέει ὅτι στήν ἀρχή εἶναι πιό δύσκολο. Μετά γίνεται εὐχερέστερη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Πότε; Ὅταν γίνει αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά. Ὅταν ἐπιστρέψει ὁ νοῦς δηλαδή στόν ἑαυτό του, στήν καρδιά καί ἑνωθεῖ μέ τήν καρδιά. Ἐνῶ, ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι σκόρπιος ἤ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι χυμένος στίς αἰσθήσεις, ζεῖ αἰσθησιακά, μέ τά πάθη του, αὐτός εἶναι πολύ δύσκολο νά σωθεῖ, γιατί δέν ἔχει μετανοήσει. Μετάνοια σημαίνει ἀκριβῶς ἀλλαγή νοῦ. Ὁ νοῦς πού εἶναι χυμένος πρός τά ἔξω, συγκεντρώνεται καί βρίσκει τόν ἑαυτό του, βρίσκει τήν καρδιά καί τότε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τόν Θεό. Ἄν δέν βρεῖς τόν ἑαυτό σου πρῶτα, δέν μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό. Γι’ αὐτό βοηθάει ἡ ἡσυχία. Καί βλέπετε, πάει κανείς στό Ἅγιο Ὄρος καί λέει, τί ὡραῖα εἶναι ἐδῶ! Γιατί εἶναι ὡραῖα; Γιατί προσπαθεῖ καί βρίσκει ὁ νοῦς λίγο τόν ἑαυτό του καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά προσευχηθεῖ κάπως σωστά. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Μέγας Βασίλειος «ἡ ἡσυχία εἶναι ἀρχή καθάρσεως». Ἡ Φιλοκαλία, λοιπόν, μᾶς βοηθάει νά συγκεντρώσουμε τόν νοῦ μας καί μετά νά προχωρήσουμε καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου