ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

«Ἡ ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀληθινή ταπείνωση»-Ἁγίου Πορφυρίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἡ ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀληθινή ταπείνωση»

Ἁγίου Πορφυρίου

Ὁμιλία στίς 29-05-2011

Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ,  γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν τέλεια ἐμπιστοσύνη πρός τό θέλημα Αὐτοῦ, πού μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό ἄγχος καί τή στενοχώρια. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σιλουανός ,ὅτι ἡ ψυχή πού στεναχωριέται εἶναι σημάδι ὅτι δέν ἔχει παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέει «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Ὑπάρχει μία διαφορά. Θλίψη εἶναι αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ἀπ’ ἔξω, οἱ διάφοροι πειρασμοί, οἱ διάφορες δυσκολίες. Ἀντίθετα, στενοχώρια εἶναι κάτι πού ἔρχεται ἀπό μέσα μας, τό δημιουργοῦμε ἐμεῖς, δηλαδή τό ὁποῖο μποροῦμε καί νά μήν τό δημιουργήσουμε. Αὐτή ἡ δὐναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται «λύπη» εἶναι ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ διάθεση πού ἔχουμε γιά ὕπνο κλπ. Εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε μετά τήν πτώση.

Ἡ κακή διαχείριση τῆς λύπης, ὅπως καί τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς διάθεσης γιά ἀνάπαυση, εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν δηλαδή φᾶμε ὑπερβολικά ἤ φᾶμε ὄχι μέ σκοπό νά ζήσουμε, ἀλλά μέ σκοπό νά ἀπολαύσουμε, νά τρυφήσουμε, νά γεμίσουμε μέ σαρκική ἡδονή, τότε διαπράττουμε ἁμαρτία. Ἀντίστοιχα καί ἡ λύπη, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ γιά λάθος λόγο, γίνεται ἁμαρτωλή λύπη.

Ὁ λάθος λόγος εἶναι, ὅταν ἡ λύπη χρησιμοποιεῖται γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν χάσουμε κάτι, ὅταν στερηθοῦμε ἤ ὅταν δέν ἔχουμε κάτι ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί λυπόμαστε ἤ ὅταν λυπόμαστε γιά κάτι πού ἀφορᾶ στό σῶμα μας, τότε αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ἀντίθετα, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι ἡ καλή χρήση τῆς λύπης, εἶναι ἀρετή. Ὁ Θεός γι’ αὐτό μᾶς ἔδωσε τήν λύπη, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, γιά νά τήν χρησιμοποιοῦμε γιά μετάνοια. Ὁπότε ἡ λύπη μέ στόχο τήν μετάνοια εἶναι ἀρετή, ἐνῶ γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἁμαρτία.

Ἡ τέλεια λοιπόν ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μᾶς γλιτώνει ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν κακή λύπη. Τότε μόνο ἔχουμε κακή λύπη, ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας.

Ὀ Γέροντας Πορφύριος ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς σ’ αὐτό τό θέμα: «Ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ – αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση». Ὅποιος δηλαδή ἔχει τήν ἁγία ταπείνωση σημαίνει ὅτι ἔχει ἀφεθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, δέν ἔχει ποτέ νά πεῖ κάτι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, νά ἀναρωτηθεῖ «γιατί Θεέ μου σέ μένα;…». Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν τέτοια ἐρωτήματα, εἶναι ἄνθρωποι πού φανερώνουν ὅτι, ἐκείνη τουλάχιστον τήν ὥρα πού τό λένε αὐτό, ἔχουν πέσει στήν ὑπερηφάνεια κι ἔχουν χάσει τήν ἁγία ταπείνωση. Ἀλλοίμονο ἄν ὁ ἄνθρωπος τό ζεῖ αὐτό συνεχῶς, ἔχει δηλαδή συνεχῶς ἐγωισμό καί δέν μετανοεῖ. Ἄν ποῦμε κάποια στιγμή αὐτήν τήν ἔκφραση, πρέπει νά ζητήσουμε ἀμέσως συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί δέν δίνει ποτέ κακά πράγματα. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς λέμε κάτι τέτοιο, τότε Τοῦ προσάπτουμε κατηγορίες. Εἶναι σάν νά Τοῦ λέμε ὅτι δέν μᾶς ἀγαπάει κι ὅτι μᾶς δίνει κακά πράγματα ἤ ὅτι δέν μᾶς δίνει τίποτα ἀδιαφορῶντας, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε σημαντικές ἀνάγκες πού ἀπαιτοῦν ἄμεση ἐκπλήρωση.

«Ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ, αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση». Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι ὀ ταπεινός εἶναι πάντοτε εἰρηνικός. Ἐκεῖνος πού χάνει τήν εἰρήνη του εἶναι ὁ ὑπερήφανος. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος «Κι ἄν κολλήσει ὁ οὐρανός στή γῆ, ὁ ταπεινόφρων οὐ θροεῖται». Θρόισμα εἶναι αὐτός ὁ ἀνεπαίσθητος ἦχος πού κάνει ὁ ἀέρας, ὅταν περνάει μέσα ἀπό τά φύλλα τῶν δέντρων. Δηλαδή, ὁ ταπεινός ἄνθρωπος δέν ἔχει οὔτε κἄν μία ἐλάχιστη ταραχή. Στίς μέρες μας ἡ πατρίδα μας πιέζεται, συνθλίβεται ἀπό τέτοιες ἐξωτερικές κακές φῆμες καί ἀκόμα καί τά ΜΜΕ προσπαθοῦν νά μᾶς τρομοκρατήσουν. Ὁ ταπεινός ὅμως ἄνθρωπος δέν ταράζεται μέ τίποτα ἀπό ὄλα αὐτά, γιατί ἔχει τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, ὄχι στούς ἀνθρώπους. Ὁ ὑπερήφανος, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, ταράζεται. Γι’ αὐτό ἡ ἁγία Γραφή λέει ὅτι εἶναι καταραμένος ὁ ἄνθρωπος πού στηρίζεται στήν δύναμή του καί στά μπράτσα του (Ἱερ. 17,5). Δυστυχῶς ἠ παιδεία μας, ἐπειδή εἶναι φερμένη ἀπό τήν ἄθεη Δύση, μᾶς ἐκπαιδεύει ἀκριβῶς σ’ αὐτό, στό νά στηριζόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στίς δυνάμεις μας. Γι’ αὐτό ἔχουμε γεμίσει ὅλοι μέ ἄγχος. Ἄν ὅμως ἀκούγαμε τήν παράδοσή μας, τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας πού μᾶς λέει «ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6,34), «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδέ δειλιάτω» (Ἰω. 14,27), «καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10,30), «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5), ἄν τά εἴχαμε ὅλα αὐτά τά λόγια μπροστά στά μάτια μας συνέχεια, ποτέ δέν θά εἴχαμε ἄγχος.

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος λέει «Ἡ τέλεια ὑπακοή στόν Θεό χωρίς ἀντίρρηση, χωρίς ἀντίδραση, ἔστω κι ἄν ὁρισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα καί παράλογα..». Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι κάνουμε σχέδια, κάνουμε προγράμματα, δημιουργοῦμε μέσα μας ἐπιθυμίες, ἔχουμε θελήματα. Μᾶς εἶπε ὁ Θεός νά τά κάνουμε ὅλα αὐτά; Ὄχι, καθόλου. Μᾶς εἶπε ἀντίθετα, νά μάθουμε νά μήν θέλουμε τίποτα. Νά θέλουμε μόνο αὐτό πού θέλει Ἐκεῖνος. Νά ἀφήνουμε Ἐκεῖνον νά φτιάχνει τό σχέδιο καί τό πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας.

«Τό ἄφημα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέμε στήν Θεία Λειτουργία τά λέγει ὅλα: «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»». Αὐτή ἡ φράση, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι εἶναι ἠ πιό ἀντιαγχωτική φράση στόν κόσμο καί τή λέμε συνέχεια στήν Θεία Λειτουργία. Ὅλη μας τή ζωή καί τίς ζωές ὅλων τῶν ἄλλων νά τίς ἀφήσουμε στόν Χριστό μας. Τό ἴδιο εἶναι καί ἡ εὐχή πού λέγεται μυστικά ἀπό τόν ἱερέα στή Θεία Λειτουργία «Σοί παρακατιθέμεθα τήν ζωήν ἡμῶν ἅπασαν καί τήν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε, καί παρακαλοῦμέν σε καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν». Τήν λέμε αὐτήν τήν εύχή μυστικά οἱ ἱερεῖς πρίν ποῦμε τό «Πάτερ ἡμῶν». Σ’ Ἐσένα Κύριε, παραθέτουμε ὅλη μας τή ζωή καί τήν ἐλπίδα καί Σέ παρακαλοῦμε καί Σέ ἱκετεύουμε. Ὅλη μας ἡ ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός. Πῶς μπορεῖς μετά νά ἀπελπιστεῖς, ἀφοῦ ἔχεις ἕναν τέτοιο προστάτη, ἕναν τέτοιο Πατέρα;

«Σ’ Ἐσένα, Κύριε, τά ἀφήνουμε ὅλα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Αὐτή μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ θεάνθρωπο». Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν εἶναι πάντοτε εἰρηνικός, δέν εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ἕνας πραγματικά ἀνεξάρτητος ἄνθρωπος; Δέν μπορεῖς νά τοῦ κάνεις τίποτα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ἀφημένος στόν Θεό. Ὅσο κι ἄν τόν ἀπειλήσεις, δέν θά τόν τρομάξεις. Πήγαινε ὁ διάβολος στόν Ἅγιο Ἀντώνιο, φοβερός καί τρομερός, σάν γίγαντας καί τοῦ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος «Τί θέλεις; Θέλεις νά μέ πειράξεις; Ἔχεις πάρει ἐξουσία ἀπό τόν Θεό νά μέ πειράξεις; Ἄν ναί, τότε ἐδῶ εἶμαι, πείραξέ με. Ἄν ὅμως δέν ἔχεις ἐξουσία νά μέ πειράξεις, τότε ἐξαφανίσου ἀπό δῶ». Δέν φοβόταν τόν διάβολο, γιατί εἶχε ἀφεθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Σκεφτόταν ὅτι, ἄν ὁ Θεός ἐπέτρεψε στόν διάβολο νά τόν πειράξει, τότε θά τό ἀποδεχόταν, γιατί ἀφοῦ ἦταν ἀπό τόν Θεό, θά ἦταν γιά τό καλό του. Ἔτσι ἐξαφανιζόταν ὀ διάβολος. Ἔτσι νά σκεφτόμαστε κι ἐμεῖς καί νά μήν φοβόμαστε οὔτε νά δειλιάζουμε. Ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά μᾶς πειράξει, νά τό δεχόμαστε καί νά νιώθουμε ὅτι γίνεται γιά τό καλό μας, ἀφοῦ παραχωρεῖται ἀπό τόν Θεό.

Ἕνας μοναχός μέ διορατικό χάρισμα ἔλεγε ἀκόμα κι ἄν ὁ Θεός ἔχει ἀποφασίσει νά μέ πάει στήν κόλαση, δέν θά τοῦ πῶ ὄχι, γιατί ἐφόσον ὁ Θεός τό ἀποφάσισε αὐτό γιά μένα, θά εἶναι γιά τό καλό μου. Ὁπότε δέν θά φέρω ἀντίρρηση. Ἄλλωστε ὁ Θεός δέν εἶναι παντοῦ; Δέν εἶναι καί στήν κόλαση; Εἶναι παντοῦ. Αὐτοί πού βρίσκονται στήν κόλαση δέν εἶναι καλά, ὄχι γιατί δέν εἶναι ὁ Θεός μαζί τους, ἀλλά γιατί αὐτοί δέν εἶναι μαζί Του. Αὐτοί δέν ἔμαθαν νά ἀγαπᾶνε τόν Θεό.

«Ὁ ταπεινός ἔχει συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἄν εἶναι ἄσχημη, δέν χάνει τήν προσωπικότητά του». Τί σημαίνει δέν χάνει τήν προσωπικότητά του; Σημαίνει ὅτι δέν χάνει τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Βλέπει ὅτι ὅλα εἶναι χάλια πάνω του, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐντούτοις δέν χάνει τό πρόσωπό του, δέν γίνεται μάζα, δέν γίνεται ἄτομο, δέν παύει νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ὄχι σάν ἕνας μεγάλος Ἅγιος, ἀλλά σάν ἕνας ταπεινός, τιποτένιος ἁμαρτωλός πού ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίποτα ἄλλο. Δέν ἔχει τήν συναίσθηση ὅτι εἶναι δίκαιος καί τέλειος, γιατί ὅποιος τό ἔχει αὐτό, τότε χάνει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί δέν προσεύχεται. Ὁ ταπεινός ἔχει συναίσθηση τῆς ἀθλιότητας καί τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί γι’ αὐτό ἐπικαλεῖται συνέχεια τόν Θεό. Λέμε πολλές φορές: – Γιατί δέν μπορῶ νά συγκεντρωθῶ στήν προσευχή; – Γιατί δέν μπορῶ ἀδιατάραχτα νά μιλήσω στόν Θεό καί διασπᾶται ὁ νοῦς μου»; Γιατί πολύ ἁπλά δέν ζοῦμε τήν μετάνοια. Δέν ζοῦμε τό γεγονός ὅτι εἴμαστε πάρα πολύ ἁμαρτωλοί καί ἔχουμε πολύ μεγάλη ἀνάγκη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τήν ἰδέα ὅτι δέν εἴμαστε καί τόσο κακοί.. εἴμαστε καί λίγο καλοί… Πρέπει νά άποβάλλουμε αὐτήν τήν σκέψη.

Ὁ ταπεινός λοιπόν δέν χάνει τό πρόσωπό του. «Γνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί θλίβεται γι’ αὐτό, ἀλλά δέν ἀπελπίζεται, δέν ἐξουθενώνει τόν ἑαυτό του». Ἀντίθετα ὁ ὑπερήφανος πολύ εὔκολα ἀπελπίζεται. Ὅταν βλέπετε ἄνθρωπο ἀπελπισμένο καί ἀπογοητευμένο ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα, τότε τό πιό πιθανόν εἶναι ὅτι τό ἔχει πάθει ἀπό ἐγωισμό. Ἔλεγε ἀκόμα ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὅπως καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες ὅτι καί ἡ κατάθλιψη, ἡ παραίτηση δηλαδή ἀπό τήν ζωή καί ἡ πλήρης ἀπελπισία, εἶναι ἀπό τόν μεγάλο ἐγωισμό.

«Ὁ ἔχων τήν ἁγία ταπείνωση δέν μιλάει καθόλου, δηλαδή δέν ἀντιδρᾶ», ὅταν ὁ ἄλλος λ.χ. τόν παρατηρεῖ, τόν ἐπιτιμᾶ ἤ τοῦ κάνει μία ἀδικία. «Δέχεται νά τόν παρατηροῦν, νά τόν ἐλέγχουν οἱ ἄλλοι, χωρίς νά ἐξοργίζεται καί νά δικαιολογεῖται», γιατί ἔχει προηγουμένως ὁ ἴδιος καταδικάσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά πού τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι θεωρεῖ ὅτι εἶναι μικρότερα ἀπό ὅσα ἀξίζει νά τοῦ κάνουν. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ἐξοργίζεται, ἀλλά εὐχαριστεῖ ὅσους τόν ἐπιτιμοῦν, γιατί νιώθει ὅτι τόν βοηθοῦν νά βιώσει περισσότερο τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια.

Ὁ ταπεινός λοιπόν «Δέν χάνει τήν ἰσορροπία του. Τό ἀντίθετο συμβαίνει μέ τόν ἐγωιστή, τόν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητος. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολύ ἄρρωστος. Στήν ἀρχή μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Λίγο ὅμως ἄν τόν πειράξει κανείς, ἀμέσως χάνει τήν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται». Αὐτό εἶναι τό κριτήριο καί ἡ λυδία λίθος γιά νά καταλάβετε ἕναν ἄνθρωπο. Πολλές φορές μέ ρωτοῦν καί νέοι ἄνθρωποι πῶς μποροῦν νά καταλάβουν, ἄν ὁ ἄλλος εἶναι καλός ἄνθρωπος. Μπορεῖς νά καταλάβεις ἄν ὁ ἄλλος εἶναι καλός ἄνθρωπος, παρατηρῶντας πῶς συμπεριφέρεται ,ὅταν τόν ἀδικοῦν. Ἄν δέχεται τήν ἀδικία ἤ ὄχι. Ἄν δέχεται τήν ἀδικία καί δέν ἀντιδρᾶ, εἶναι ταπεινός, ἄρα εἶναι καλός. Ἄν δέν δέχεται τήν ἀδικία καί ἀντιδρᾶ, τότε εἶναι ὑπερήφανος. Ἄρα δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος, γιατί ἡ πιό μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.

«Ὁ ταπεινός πιστεύει ὅτι ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπ’ τόν Χριστό κι ὅτι ὁ Χριστός τοῦ δίνει τήν χάρη Του κι ἔτσι προχωρεῖ». Δέν θεωρεῖ ὅτι ἡ πρόοδός του ὀφείλεται στίς δικές του ἱκανότητες, δυνάμεις ἤ προσπάθειες. Ἀλλά ἄν κάνει κάτι καλό, τό προσάπτει στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους καί ἀποδίδει στόν Θεό ὅλα τά καλά καί ὅλα τά κακά στόν ἑαυτό του.

«Ὅποιος ἔχει τήν ἁγία ταπείνωση, ζεῖ ἀπό τώρα στήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία». Τήν λέει «ἄκτιστη» τήν Ἐκκλησία, γιατί ὁ Θεός εἶναι Ἄκτιστος καί ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Του εἶναι καί αὐτή ἄκτιστη.

«Ἔχει πάντα τή χαρά τοῦ Χριστοῦ καί στά δυσάρεστα». Εἶναι αὐτό πού λέγαμε ὅτι θλίβεται ἀλλά δέν στεναχωριέται, δέν χάνει τή χαρά του. Γιατί, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς τό εἶπε μέσα ἀπό τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντοτε χαίρετε» (Α΄Θεσ. 5,16). «Τό βλέπουμε αὐτό στή ζωή τῶν ἁγίων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τί ἦταν; Ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς» καί τό παραδεχόταν ὅτι «βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου» (Ρωμ. 7,23) καί «ὅ μισῶ τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. 7,15). Αὐτό δηλαδή πού μισῶ, αὐτό κάνω, γιατί στά μέλη μου ὑπάρχει ἄλλος νόμος ἀπό αὐτόν πού ὑπάρχει στόν νοῦ μου καί ἐνῶ θέλω τό καλό, κάνω τό κακό. Ἔτσι ἦταν ὁ Ἀπόστολος, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας, ὅσο εἴμαστε μακρυά ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὅμως πῆγε στόν Θεό, βαπτίστηκε καί μετανόησε, τότε «ἔγινε ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Σκεῦος ἐκλογῆς. Τά λόγια του τό μαρτυροῦν: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», πλέον δηλαδή δέν ζῶ ἐγώ, ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν χριστιανό, δέν ζεῖ αὐτός, ἀλλά ὁ Χριστός μέσα του καί αὐτός γίνεται φορέας τοῦ Χριστοῦ. Νά λοιπόν γιατί λέμε ὅτι εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό λέμε, ἀλλά τό ζοῦμε; Ἄν τό ζούσαμε δέν θά εἴχαμε δικό μας θέλημα καί δική μας ἐπιθυμία, ἀλλά θά ἤμασταν θεοκίνητοι καί πνευματοκίνητοι. «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1,21). Ὁ θάνατος γιά τόν Ἀπόστολο καί γιά τόν κάθε Χριστιανό εἶναι κέρδος, γιατί θά πάει στόν Ἠγαπημένο, ἀφοῦ τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός.

«Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φλεγόταν ἀπ’ τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Ἠ ταπείνωση τόν ἀνέβασε ἐκεῖ. Νά καίγεσαι γιά τόν Θεό· αὐτό εἶναι τό πᾶν». Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι πού καίγονται ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, τόν Θεῖο Ἔρωτα καί βλέποντάς τους θεωρεῖς πώς εἶναι σέ ἄλλον κόσμο καί ὄντως εἶναι. Ὁ χριστιανός δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Μπορεῖ νά κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας ἀλλά τό πολίτευμά του εἶναι στόν οὐρανό.

«Ἄν ἔχετε ἀγάπη στόν πλησίον καί στόν Θεό, θά δώσει ὁ Θεός τήν ταπείνωση, θά δώσει τόν Ἁγιασμό». Ὅλα αὐτά συνδέονται, γιά νά μήν πῶ ταυτίζονται. Ὅσο ἀγαπᾶς τόν Θεό καί τόν πλησίον, τόσο ταπεινώνεσαι. Ὅταν ἀγαπᾶμε κάποιον, τόν τιμᾶμε, τόν βάζουμε μπροστά ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ ἄνδρας ἀγαπάει τή γυναίκα του, θά τή βάλει πρώτη. Καί αὐτό εἶναι τό σωστό. «Ἄν δέν ἔχετε ἀγάπη στόν Θεό καί στόν πλησίον, ἄν τεμπελιάζετε, θά σᾶς βασανίσει ὁ σατανᾶς, θά σᾶς ἐκδικηθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, θά σᾶς φταῖνε ὅλοι καί ὅλα, θά γκρινιάζετε λέγοντας: «Γιατί τ’ ἄφησες αὐτό ἐδῶ, γιατί ἐκεῖ;». Καί θά νομίζετε, ὅτι δῆθεν φταῖνε οἱ δουλειές, ὁ κόπος. Θά λέτε: «Τί θά γίνει μ’ αὐτή τήν κατάσταση πού ἔφθασα, πῶς φέρομαι ἔτσι;», χωρίς νά καταλαβαίνετε ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ κατάσταση. Ἐνῶ αὐτό εἶναι ἡ ἐκδίκηση τῶν ἐνστίκτων», λέει ὁ Γέροντας.

Τί εἶναι τά ἔνστικτα; Τά ἔνστικτα εἶναι τά πάθη, ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Εἶναι, ὅπως ἔλεγε σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Γέροντας πάλι, «ὁ ἄνθρωπος τῶν σπηλαίων», ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος δηλαδή, ὁ ἀκαλλιέργητος. Ἔμπαιναν μέσα στίς σπηλιές, λέει, καί κλείνονταν μέσα ἐκεῖ καί ζοῦσαν ἄθλια, ἀντί νά βγοῦν ἔξω στό φῶς καί νά φτιάξουν ἔναν πολιτισμό. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στόν Θεό, τότε τά ἔνστικτα ἐκδικοῦνται. Αὐτό συμβαίνει, γιατί πρέπει τά ἔνστικτα νά χαλιναγωγηθοῦν καί αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης καί τό σαρκικό καί ὅλα αὐτά. Ἄν λοιπόν δέν δοθεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, ἄν δέν ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν πλησίον, θά κλειστεῖ στόν ἑαυτό του, θά βασανίζεται ἀπό τά ἔνστικτα καί θά ταλαιπωρεῖ καί τούς ἄλλους. Βλέπετε ἡλικιωμένους ἀνθρώπους νά εἶναι σάν δαίμονες, μέσα στά νεῦρα, τήν ἀπελπισία, πού βασανίζονται καί βασανίζουν καί τούς ἄλλους. Πῶς ἔφτασαν σ’ αὐτό τό σημεῖο; Ἀκριβῶς ἐπειδή δέν προσπάθησαν, δέν κατάφεραν νά ἀγαπήσουν τόν Θεό καί τόν πλησίον, ἔμειναν κλεισμένοι στήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ τους.

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη -στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ-, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις». Στούς Πατέρες δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ὁρολογία, γι’ αὐτό δέν ἔχουν μιλήσει γιά αὐτά. Ἀλλά οἱ σύγχρονοι Πατέρες ὅλοι λένε ὅτι οὐσιαστικά δέν ὑπάρχουν ψυχολογικά, ἀλλά πνευματικά προβλήματα. Μάλιστα ἡ ἁγία Ματρῶνα, αὐτή ἡ τυφλή Ρωσίδα ἁγία, ἔλεγε ξεκάθαρα πώς δέν ὑπάρχουν ψυχικές, ἀλλά πνευματικές ἀρρώστιες καί ἄνθρωποι παθιασμένοι ἀπό τούς δαίμονες ἔχουν αὐτές τίς λεγόμενες ψυχικές ἀρρώστιες. Τούς σύγχρονους ψυχολόγους καί ψυχιάτρους ὁ ἅγιος Πορφύριος, τούς ἀγαποῦσε πολύ, ὅπως καί ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Κι ἐγώ τούς ἀγαπῶ, μήν περνάει ἀπό τό μυαλό σας ὅτι δέν τούς ἀγαπᾶμε. Ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπᾶμε, ἀλλά δέν ἀγαπᾶμε αὐτά πού λένε καί αὐτά πού ὀνομάζουν ἐπιστήμη καί θεραπεία. Φυσικά δέν ἀπορρίπτουμε ὅλα ὅσα λένε, γιατί χρειάζεται μερικές φορές ὁ ἄνθρωπος νά πάρει κάποια φάρμακα, ὥστε νά συγκροτήσει τό νευρικό του σύστημα, γιατί πολλές ἀπό αὐτές τίς πνευματικές ἀσθένειες ἔχουν ἀντίκτυπο στό νευρικό σύστημα, τό ὁποῖο διαλύεται καί χρειάζεται κάποτε κάποια βοήθεια γιά νά λειτουργήσει.

Ὅμως, ἡ ριζική θεραπεία δέν θά γίνει μόνο μέ αὐτήν τήν ἀγωγή. Αὐτή εἶναι ἴσως ἡ ἀρχή γιά νά μήν πηδήξει ὁ ἄνθρωπος ἀπό κανένα μπαλκόνι. Ἀπό κεῖ καί μετά θά πρέπει νά πάει νά βρεῖ τήν θεραπεία του μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τόν Πνευματικό καί τήν εἰλικρινή μετάνοια. Τότε μόνο θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια. Διαφορετικά, ἡ ζωή μέ τά φάρμακα θά τοῦ διασφαλίσει μία καταστολή. Ὅλα αὐτά λοιπόν, ἡ νευρασθένεια, ἡ ψυχασθένεια, ὁ διχασμός, εἶναι δαιμονικές καταστάσεις, ἀλλά λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος, πώς οἱ ἄθεοι ψυχολόγοι, ἐπειδή δέν τούς συμφέρει νά μιλήσουν γιά τόν δαίμονα, γιατί θά φανοῦν γραφικοί καί κολλημένοι, ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων πίσω ἀπό αὐτές τίς ἀρρώστιες.

«Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία. Τό λένε καί αἴσθημα κατωτερότητος». Τό νά λέει ,δηλαδή, κανείς γιά τόν ἑαυτό του ταπεινά λόγια, ἀλλά στό βάθος νά μήν τά πιστεύει. «Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει, δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ». Γιατί αὐτή ἡ ταπεινολογία εἶναι μία κρυμμένη ὑπερηφάνεια καί μία προβολή τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νά κερδίσουμε μάταιη δόξα παριστάνοντας τόν ταπεινό. «Ἀντίθετα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ Θεία ταπείνωση, ἡ τελεία ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον», ὅταν εἶσαι κυριολεκτικά κρεμασμένος ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός αὐτό ἀκριβῶς θέλει, ὄχι γιά Ἐκεῖνον, ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιατί αὐτό μόνο μᾶς ταιριάζει καί μᾶς ὠφελεῖ. Ὅσο ἐμεῖς θέλουμε νά εἴμαστε ἀνεξάρτητοι, τόσο ὑποφέρουμε καί βασανιζόμαστε. Ὁ Θεός πολλές φορές ἀπό τήν μεγάλη Του ἀγάπη μᾶς ἀπομακρύνει ὅλα τά ἀνθρώπινα στηρίγματα, γιά νά κάνουμε τήν κίνηση νά ἐξαρτηθοῦμε ἀπό Αὐτόν. Ἔτσι σοῦ παίρνει τήν δουλειά, τό παιδί, τήν ὑγεία, τό σπίτι… καί ἐκεῖ πού θά πᾶς νά πεῖς: – Γιατί μοῦ πᾶνε ὅλα ἀνάποδα, καλύτερα νά σκεφτεῖς – Ἐγώ φταίω, γιατί στηρίχτηκα στίς δυνάμεις μου καί προσπάθησα νά ἐξασφαλιστῶ μέ ἀνθρώπινο τρόπο. Μέ τήν ἐξάρτηση λοιπόν ἀπό Ἐκεῖνον ἔρχεται ἡ ἀληθινή ταπείνωση καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

«Αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία νά ὁδηγεῖσαι ἀπ’ τόν Θεό, νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα. Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα», κάνει ὅ,τι καί ὅταν θέλει ὁ κύριός του. Ἔτσι συμβαίνει καί στόν πιστό, γίνεσαι δοῦλος, ἀλλά στόν Θεό ἐλευθερώνεσαι. Ἡ ὑπακοή εἶναι δρόμος γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Οἱ ἄνθρωποι οἱ καημένοι, οἱ νέοι ἴσως περισσότερο παραπλανῶνται ἀπό αὐτό τό σύνθημα, λένε «έγώ δέν θέλω τίποτα, θέλω νά εἶμαι ἐλεύθερος» καί ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό πιστεύοντας ὅτι ἔτσι θά εἶναι ἐλεύθεροι καί καταλήγουν νά σκλαβώνονται χειρότερα στά ναρκωτικά, στήν ἀνηθικότητα καί στόν διάβολο.

«Αὐτή εἶναι πραγματική ἐλευθερία. Γίνεσαι δοῦλος Του καί ἐλευθερώνεσαι. Νά καίγεσαι γιά τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό πᾶν. Ἄν νικηθεῖς ἀπ’ τόν Θεό, ὐποδουλώνεσαι σ’ Αὐτόν καί ζεῖς στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἄς ἀφήσουμε ἀδελφοί μου τόν ἑαυτό μας νά νικηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ὧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται», δηλαδή σέ αὐτό πού κανείς ἔχει ἡττηθεῖ, σέ αὐτό καί ἔχει ὑποδουλωθεῖ. Γιατί νά ἀφήσουμε νά μᾶς νικήσει ὁ κόσμος; Γιατί νά ἀφήσουμε νά μᾶς νικήσει ἡ άμαρτία καί νά μήν ἀφήσουμε νά μᾶς νικήσει ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του καί νά γίνουμε δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἀντί νά δουλεύουμε σέ ἀνθρώπους καί σέ σχήματα τοῦ κόσμου τούτου, πού εἶναι ἄδικα καί ἁμαρτωλά καί σιχαμερά πολλές φορές, γιατί νά μήν δουλέψουμε στόν Χριστό;

«Συμβαίνει, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ὑποτακτικοῦ πού ἔχει τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντά του κι ὁ Θεός τοῦ δίνει τήν Χάρη. Θυμηθεῖτε τόν προφήτη Ἐλισσαῖο. Πῆρε τή μηλωτή καί χτύπησε τά νερά τοῦ ποταμοῦ καί δέν τά χώρισε στά δύο, ὅπως τό ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας, γιατί ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε μέ ἐγωισμό καί ὄχι μέ ταπείνωση. Μετά πού ταπεινώθηκε καί εἶδε ὅτι μόνος του δέν κάνει τίποτα, ἐζήτησε μέ ταπείνωση τήν βοήθεια τοῦ Γέροντά του, τοῦ προφήτη Ἠλία, καί πῆρε τήν Χάρη. Τά νερά ἐσχίστηκαν στά δύο καί ἔγινε δρόμος γιά νά περάσει».

Βλέπετε καί οἱ ἅγιοι δέν εἰσακούονται ἀπό τόν Θεό, ὅταν ἐνεργοῦν μέ ὑπερηφάνεια. Καί οἱ ἅγιοι κάνουν λάθη, μέ τη διαφορά ὅμως ὅτι μετανοοῦν. Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος λοιπόν, πῆγε στήν ἀρχή μέ τήν δύναμή του, ἀλλά ὅταν ἐπικαλέστηκε τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ του, τοῦ προφήτη Ἠλία, τά κατάφερε. Γι’ αύτό κι ἐμεῖς συνέχεια στήν Ἐκκλησία λέμε «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς». Ὁ Θεός δέν θέλει νά πηγαίνουμε μόνοι μας, στηριζόμενοι στίς δυνάμεις μας, ἀλλά δι’ εὐχῶν τῶν Πατέρων μας. Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι παντοδύναμη. Διαβάστε στόν Εὐεργετινό γιά ἕναν ἅγιο ὑποτακτικό, πού τόση εὐλάβεια εἶχε στόν Γέροντά του, ὥστε εἶχε πάντοτε μαζί του γιά εὐλογία τό παπούτσι του! Μή σᾶς φαίνεται παράξενο.. Καί κάποια φορά, περπατοῦσε στόν δρόμο καί εἶχε μία τραγική συνάντηση θά λέγαμε. Μία μητέρα, ἡ ὁποία ἔχασε τό παιδί της, τοῦ ἔλεγε νά τῆς τό ἀναστήσει, ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι καί δέν τόν ἄφηνε νά φύγει. Ἐκεῖνος τότε ἔβγαλε τό παπούτσι τοῦ Γέροντά του, τό ἀκούμπησε πάνω στό παιδί καί εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δι’ εὐχῶν τοῦ Γέροντός μου ἀνάστησε τό παιδί» καί τό παιδί ἀναστήθηκε! Καταλάβατε τί δύναμη ἔχει αὐτή ἡ προσευχή; Γιατί εἶναι ταπείνωση καί ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση ὑπάρχει καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καί ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, εἶπε δι’ εὐχῶν τοῦ Γέροντός μου καί ἄνοιξαν τά νερά τοῦ Ίορδάνη καί πέρασε.

«Χρειάζεται βέβαια καί λίγη προσπάθεια, ἀλλά ἡ ἄκρα ταπείνωση δέν ἀποκτιέται μέ τίς προσπάθειες καί τόν ἀγῶνα μόνο. Εἶναι ἀποτέλεσμα χάριτος». Ἡ ἀρχική ταπείνωση, ἡ ταπεινοφροσύνη, εἶναι δική μας προσπάθεια. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά ἡ τέλεια ταπείνωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Γιά νά φτάσεις, ὅμως, στήν τέλεια ταπείνωση, θά πρέπει νά περάσεις πρῶτα ἀπό τήν ἀρχική. Θά πρέπει νά δείξεις στόν Θεό ὅτι θέλεις πράγματι τήν τέλεια ταπείνωση, κάνοντας τέλεια ὑπακοή στό θέλημά Του. Ὅταν ὅμως εἶσαι μεμψίμοιρος καί τά βάζεις μέ τόν Θεό, τότε δείχνεις ὅτι δέν θέλεις νά εἶσαι ταπεινός καί ἔτσι δέν φτάνεις ποτέ στήν τέλεια ταπείνωση.

«Τό λέω ἐκ πείρας: ὅ,τι ἔχω τό ἔχω ἀπ’ τήν Χάρη». Βλέπετε οἱ ἅγιοι δέν μιλᾶνε στοχαστικά. Δέν κάνουν μία θεολογία τοῦ γραφείου, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς σήμερα καί γράφουμε παίρνοντας καί κάποια βιβλιογραφία. Οἱ ἅγιοι ζοῦσαν καί ἔγραφαν. Ἔτσι καί ὁ Γέροντας Πορφύριος τό ἔχει ζήσει καί τό λέει ὅτι ἡ τέλεια ταπείνωση εἶναι δωρεά τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σέ κάνει ταπεινό πραγματικά. Ὁ ἄνθρωπος κάνει ἐνδεχομένως κάποιες προσπάθειες ἀλλά εἶναι ὅλα ἀτελή. «»Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Ὅλα τά δίνει ὁ Χριστός».

Ποιό εἶναι ὅμως τό δικό μας μερίδιο; «Νά εἴμαστε σέ ὅλα ταπεινοί· στή σκέψη, στά λόγια, στή συμπεριφορά» καί στήν ἐξωτερική συμπεριφορά. Ἔχει σημασία αὐτό. Νά μήν προβάλλεις τόν ἑαυτό σου, νά μήν θέλεις νά ἐπιβάλλεσαι, νά μήν θέλεις νά ἀκούγεσαι. «Ποτέ νά μήν παρουσιαστοῦμε στόν Θεό καί νά ποῦμε: «Ἔχω ἀρετές», ὅπως ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος. «Ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἀρετή μας». Ὁ Θεός θέλει ἐμᾶς τούς ἴδιους. Θέλει νά εἴμαστε καθαροί ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί ἀπό κάθε ἄλλο μολυσμό.

«Πάντα νά παρουσιάζεσαι στόν Θεό ὡς ἁμαρτωλός, χωρίς ὅμως ἀπελπισία, ἀλλά ̔θαρρῶν εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας Τουʾ». Πηγαίνουμε πολλές φορές στόν Θεό μέ ἕναν ἐγωισμό καί μιά ὑπερηφάνεια πολύ μεγάλη. Μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία σάν νά εἶναι σπίτι μας, μέ θάρρος καί ψηλά τό κεφάλι. Κι ὅμως πρέπει νά μπαίνουμε πολύ ταπεινά καί συνεσταλμένα, μέ τήν συναίσθηση ὅτι δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μποῦμε μέσα καί νά μιλήσουμε στόν Θεό, γιατί εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί καί ὁ Θεός μᾶς κάνει μεγάλη χάρη πού μᾶς ἐπιτρέπει νά περάσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία.

«Ἀρκεῖ νά βροῦμε τό μυστικό» γιά νά τό καταφέρουμε αὐτό, λέει ὁ Γέροντας. Πῶς θά φτάσεις σ’ αὐτή τήν ταπείνωση; «Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ Χριστός θά δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἄς μᾶς ἀγαπήσει Αὐτός. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τόν ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς». Βλέπετε τελικά ὅλα εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ἁπλῶς ἀνοιγόμαστε, παρακαλοῦμε καί ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς βοηθήσει νά Τόν ἀγαπήσουμε καί νά εἴμαστε ταπεινοί. Νά παραδεχτοῦμε στόν Θεό, ὅτι μόνοι μας δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα, ἄν δέν μᾶς τό δώσει Ἐκεῖνος.

«Ἅμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις, ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε». Ποτέ δέν θά ρίχνεις τό φταίξιμο στόν Θεό, ποτέ στόν πλησίον. Ποτέ δέν φταίει ὁ Θεός ἤ ὁ πλησίον, ἀλλά ἐμεῖς γιατί παραβαίνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε μετά ἔρχονται οἱ συνέπειες. Ὅπως ἕνας κακός ὁδηγός πού ρίχνει τό αὐτοκίνητο στά χωράφια. Δέν φταίει τό αὐτοκίνητο, οὔτε ὁ δρόμος, ἀλλά ἡ δική του ἀπροσεξία. Δέν πρέπει νά τά βάλει οὔτε μέ τό κράτος πού δέν φτιάχνει καλούς δρόμους, οὔτε μέ τό αὐτοκίνητο. Μέ τόν ἑαυτό του πρέπει νά τά βάλει. Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε σέ ὅλες τίς περιπτώσεις καί νά ταπεινωνόμαστε πάντοτε.

«Εἶναι ταπείνωση νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί». Μεγάλη ταπείνωση. Συνήθως ὅλοι κατακρίνουν ὅλους. Τό βλέπετε καθημερινά… Ἄν ἀνοίξετε τήν τηλεόραση ἀκοῦτε μόνιμα κατακρίσεις. Ὁ ἀληθινά ταπεινός ἄνθρωπος δέν κατακρίνει κανέναν καί πιστεύει ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί καί ἅγιοι. Θυμηθεῖτε τόν τσαγκάρη, ὁ ὁποῖος δίδαξε τόν Μέγα Αντώνιο, ὅταν ὁ ἅγιος εἶχε τόν λογισμό ὅτι προχώρησε στήν ἀρετή καί εἶπε στόν Θεό «ἄραγε ὑπάρχει ἄλλος σάν κι ἐμένα;». Βλέπετε ἀκόμα κι ἕνας ἅγιος κάνει τέτοιους λογισμούς, γιατί ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτή τή ζωή εἴμαστε τρεπτοί καί μπορεῖ νά πέσουμε, ἔστω καί γιά λίγο, σέ μεγάλες πλάνες. Ἔτσι καί ὁ ἅγιος ἔκανε αὐτόν τόν ὑπερήφανο λογισμό, ἐνῶ ὁ λογισμός πού πρέπει νά ἔχει ὁ χριστιανός πάντοτε εἶναι ὅτι: εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλους. Καί ὁ Θεός, γιά νά τόν παιδαγωγήσει, τοῦ λέει «Θέλεις νά βρεῖς ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι ὄχι σάν κι ἐσένα ἀλλά ἀνώτερος ἀπό σένα; Ἄφησε λοιπόν τήν ἔρημο καί πήγαινε στήν Ἀλεξάνδρεια, μέσα στό κοσμικό κέντρο. Πήγαινε στόν τάδε τσαγκάρη καί θά διαπιστώσεις πώς εἶναι καλύτερος ἀπό ἐσένα». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, τόν βρῆκε καί τόν ρώτησε τί κάνει καί ποιά εἶναι ἡ πνευματική του ἐργασία. Ἐκεῖνος ἀρνιόταν ὅτι κάνει κάτι σημαντικό καί τοῦ ἔλεγε ὅτι ἁπλά φτιάχνει παπούτσια. Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε καί τοῦ εἶπε ὅτι ἔχει πληροφορία ἀπό τόν Θεό γιά τήν πνευματική του ἐργασία. Τότε ὁ τσαγκάρης εἶπε «Δέν ἔχω κάποια πνευματική ἐργασία, ἁπλῶς ἔχω ἕναν λογισμό. Ὁ λογισμός μου εἶναι: κάθε πρωί πού ξυπνάω, σκέφτομαι ὅτι ὅλοι ἐδῶ στήν Ἀλεξάνδρεια σώζονται καί μόνο ἐγώ χάνομαι». Αὐτόν τόν λογισμό εἶχε. Ἦταν ταπεινός ἄνθρωπος καί αὐτό τόν εἶχε βάλει πάνω ἀπό τόν Ἅγιο Ἀντώνιο. Ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε δηλαδή τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Αὐτό εἶναι μία ἀπάντηση σέ ὅσους λένε πώς ὅσοι βρίσκονται μέσα στόν κόσμο δέν μποροῦν νά ἁγιάσουν. Αὐτός ἦταν ἕνας τσαγκάρης, μέσα στόν κόσμο, μέ οἰκογένεια κι ὅμως ἦταν πάνω ἀπό τόν Μέγα Ἀντώνιο!
«Κι ἄν ἀκούεις γιά κάποιον κάτι ἀρνητικό, νά μήν τό πιστεύεις». Σήμερα ἀκοῦμε συνέχεια σκάνδαλα ἀπό τίς τηλεοράσεις, τίς ἐφημερίδες, τά περιοδικά, γιατί βέβαια κερδίζουν χρήματα ἀπό αὐτά. Τά περισσότερα ἀπό αὐτά εἶναι κατασκευασμένα ψέματα κι ὅμως ὁ κόσμος ἀρέσκεται σ’ αὐτά, γιατί ἔχει ὑπερηφάνεια, ἐγωισμό καί τοῦ ἀρέσει νά μαθαίνει γιά τήν κακία τῶν ἄλλων, γιατί στερεώνεται ἡ δική του πεποίθηση ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε καλοί, δέν εἴμαστε σάν κι αὐτούς πού κάνουν σκάνδαλα». Ἔτσι τονώνεται ὁ ἐγωισμός μας. Νά γιατί μᾶς ἀρέσει νά μαθαίνουμε τά σκάνδαλα. Ἄν ἤμασταν ταπεινοί δέν θά μᾶς ἄρεσε καί δέν θά ἀνοίγαμε αὐτό τό κουτί τοῦ διαβόλου.
«Ὅλους νά τούς ἀγαπάεις καί νά μήν σκέπτεσαι γιά κανέναν κακό καί γιά ὅλους νά προσεύχεσαι. Δέν θέλεις ἄλλη φιλοσοφία. Ἡ καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ». Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, πού θέλει νά φαίνεται καλός, θέλει νά τόν ἀγαπᾶνε καί νά τόν ἀποδέχονται, δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ, ἄν δέν ἀποβάλλει αὐτήν τήν ἐπιθυμία νά ἀρέσει στούς ἄλλους.
«Ὅταν τόν ἐλέγχουν ἤ νουθετοῦν», τόν κενόδοξο, «ἀντιλέγει ἔντονα». Καί λέει: – Ποιός εἶσαι ἐσύ πού θά μέ ἐλέγξεις; Ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ; «Ἐνῶ, ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν, φέρεται ἄπρεπα». Καί τήν χαρά του, δηλαδή, τήν ἐκδηλώνει ἄπρεπα. Κανονικά δέν πρέπει νά χαίρεται, ὅταν τόν κολακεύουν, γιατί οὐσιαστικά τοῦ λένε ἕνα ψέμα καί χαίρεται μέ τό ψέμα.
«Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς -τοῦ κενόδοξου- ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’ τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ, δέν γυρνάει πίσω». Ὁ ἁμαρτωλός οὐσιαστικά θεραπεύεται, γιατί μετανοεῖ. Ἀντίθετα ὁ ὑπερήφανος μπορεῖ καί νά ἐξομολογηθεῖ, ἀλλά δέν μετανοεῖ.
«Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπό τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά». Εἴμαστε ἄδειοι, γιατί φεύγει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε οἱ ἄνθρωποι δέν διακρινόμαστε σέ καλούς καί κακούς, ἀλλά σέ ἄδειους καί γεμάτους. Σέ ἄδειους ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί σέ γεμάτους μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄδειος εἶναι ἄδειος, γιατί ἔχει ὑπερηφάνεια ἤ κενοδοξία, πού εἶναι τά κορυφαῖα πάθη. Γι’ αὐτό λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος ὅτι εἶναι μία κουταμάρα αὐτό, γιατί μέ ἕναν ὑπερήφανο λογισμό, νιώθεις αὐτό τό ἄδειασμα ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν εἶσαι ζωντανός βέβαια. Ἄν εἶσαι νεκρός δέν καταλαβαίνεις τίποτα… Καί μέ ἕναν ταπεινό λογισμό, νιώθεις αὐτό τό γέμισμα.
«Ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε γιά νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς… Νά εἶσαι ψάλτης στήν Ἐκκλησία, στό Μοναστήρι, νά ἔχεις φωνή πολύ ἀγγελική καί νά ψάλλεις στόν Θεό, χωρίς νά ξέρεις ὅτι τόσοι ἄνθρωποι σ’ ἀκοῦνε, δηλαδή χωρίς νά τό σκέπτεσαι. Γίνεται; Δέν γίνεται εὔκολα. Εἶναι δύσκολο αὐτό. Γι’ αὐτό πολλοί ψάλτες ἐπλανήθησαν. Κατά κανόνα, ὅλοι οἱ καλοί ψάλτες ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό. Ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλά οἱ περισσότεροι. Ὅταν, ὅμως, ἔχεις ταπείνωση, ἔστω κι ἄν ψάλλεις ὡραῖα ἤ ἄν διαβάζεις ὡραῖα, δέν ἐπηρεάζεσαι ἀπό ἐκείνους πού σέ ἀκοῦνε. Θά μοῦ πεῖς, κι ἄν ψάλλεις ὡραῖα κι ἄν διαβάζεις ὡραῖα καί τ’ ἀκούει ὁ Γέροντάς σου; Τίποτα δέν εἶναι αὐτό, ἅμα ἔχεις ταπείνωση». Πρέπει πάσῃ θυσία νά γίνουμε καλοί. Αὐτό προσπαθῶ κι ἐγώ ὁ καημένος. Ἀλλά ἔρχεται ὁ κόπος ἀπό δῶ, μέ πλακώνει ἠ ἀρρώστια μου ἀπό κεῖ καί τίποτα δέν μπορῶ νά κάνω». Βλέπετε πόσο καί ὁ ἴδιος ταπεινώνεται τώρα. «Ὅμως ἀγωνίζομαι. Θέλω νά γίνω πιο καλός, θέλω νά λατρεύω τόν Θεό μέ ἀγάπη, μέ λαχτάρα καί κάνω ὄνειρα καί κάνω προσπάθεια, ἀλλά δέν γίνεται τίποτα. Ὅμως αὐτό μοῦ δίνει χαρά καί μιά ἱκανοποίηση ὅτι ἐπιτέλους προσπαθῶ ν’ ἀγαπήσω τόν Χριστό. Δέν τό ἔχω κατορθώσει, ἀλλά το ἐπιθυμῶ».
Μακάρι νά ἀκούσουμε αὐτά πού λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος καί νά τά βάλουμε πράξη στήν ζωή μας. Βλέπουμε τήν μεγάλη Χάρη πού μᾶς δίνουν αὐτά τά κείμενα καί μόνο πού τά διαβάζουμε. Σκεφτεῖτε νά τά βάλουμε καί σέ πράξη…
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Μία μητέρα καυχιόταν καί ἔλεγε, ὅτι ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ εἶναι δημιουργία, εἶναι χαρά, ἄρα εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο γεγονός. Τῆς εἶπα ὅτι στήν Ἐκκλησία στούς ἁγίους γιορτάζουμε τήν κοίμηση καί ἁπλῶς ἀναφέρουμε τήν ἡμέρα γεννήσεώς τους. Ἑπομένως, πρέπει νά γιορτάζουμε τά γενέθλια τοῦ παιδιοῦ, ἐνῶ ἡ παράδοσή μας λέει ὅτι δέν γιορτάζουμε τά γενέθλια; Γιατί χρησιμοποιοῦμε καί εὐαγγελικά ἀναγνώσματα μερικές φορές καί παραποιοῦμε τήν ἀλήθεια…
Ἀπ. : Ἡ παράδοση πού λέει ὅτι πρέπει νά γιορτάζουμε τά γενέθλια εἶναι κάκιστη καί προέρχεται ἀπό τήν Δύση, δηλαδή ἀπό τούς ἄθεους.. Ἡ παράδοσή μας εἶναι νά γιορτάζουμε τόν Ἅγιό μας. Πολλά παιδιά δέν ξέρουν κἄν πότε γιορτάζει ὁ Ἅγιός τους, ἀλλά ξέρουν πολύ καλά πότε γεννήθηκαν. Αὐτό εἶναι καρπός τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ἔχει θρέψει γενιές καί γενιές, ἰδίως τίς τελευταῖες γενιές. Αὐτή ἡ ἄθεη ἀγωγή πού ἔχει ἔρθει ἀπό τήν Δύση λέει ὅτι πρέπει νά τονώσεις στό παιδί τήν αὐτοπεποίθησή του, νά τό μάθεις νά στηρίζεται στόν ἑαυτό του, νά παλεύει στή ζωή του, γιατί ἄν δέν μάθει νά παλεύει, νά εἶναι ἀνταγωνιστικός καί νά ἔχει έφόδια, τίποτα δέν θά πετύχει στή ζωή του. Ἡ ἀγωγή αὐτή δέν κάνει καμία ἀναφορά στόν Θεό, στήν ἐμπιστοσύνη στήν Θεία Πρόνοια. Πρόκειται γιά μία τέλεια αὐτονόμηση ἀπό τόν Θεό. Αὐτό εἶναι ὁ μεγάλος ἐγωισμός τῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κάνει κέντρο τόν ἑαυτό τους καί τό παιδί τους. Αὐτό εἶναι πλήρης ἀποτυχία. Γι’ αὐτό σήμερα ἔχουμε τόσους πολλούς κατεστραμμένους ἀνθρώπους, γιατί χωρίς τόν Θεό δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα. Εἶναι σαφέστατος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἄρα, ὅποιοι λένε ὅτι πρέπει νά γιορτάζουμε τά γενέθλια καί ὄχι τόν Ἅγιό μας, εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, ὅτι «ἐγώ εἶμαι τό κέντρο. Δέν εἶναι τό κέντρο ὁ Θεός οὔτε οἱ θεοφόροι ἅγιοι. Δέν μᾶς προστατεύουν οἱ ἅγιοι, ἀλλά ἐμεῖς προστατεύουμε τόν ἑαυτό μας, ἄντε καί λίγο οἱ γονεῖς μας…». Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ μεγάλη καταστροφή. Δέν πρέπει νά ἀφήσουμε αὐτό τό πνεῦμα νά μπεῖ μέσα μας. Μά θά πεῖτε «ὅλοι γύρω μας τό κάνουν». Ἄς τό κάνουν. Μά «δέν θά πᾶμε στά γενέθλια τοῦ γείτονα, τοῦ συγγενή;» Ὄχι δέν θά πᾶμε, σάν ἀντίδραση σ’ αὐτό τό πνεῦμα. Κάποιος πρέπει νά τό σταματήσει αὐτό τό κακό. Ἄν δέν τό κάνουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ποιός θά τό κάνει; Μά θά πεῖτε «θά ἀπομονωθοῦμε, θά γίνουμε ἀντικοινωνικοί…». Ἄν ἐννοεῖτε ἔτσι τήν ἀντικοινωνικότητα, ναί θά γίνετε ἀντικοινωνικοί. Ἀληθινά ἀντικοινωνικός ὅμως εἶναι αὐτός πού δέν κοινωνεῖ τήν Θεία Κοινωνία, δέν κοινωνεῖ μέ τόν Θεό.
Ὁ τυφλός τῆς παραβολῆς ἔγινε ἀντικοινωνικός. Τόν ἀπέρριψαν καί οἱ γονεῖς του. Δέν τόν ὑπερασπίστηκαν, γιατί φοβήθηκαν μήν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Ὁ ἴδιος ὅμως δέν φοβήθηκε καί τόν πέταξαν ἔξω ἀπό τήν συναγωγή, τόν ἔκαναν ἀποσυνάγωγο, τόν ἀφόρισαν οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, οἱ θρησκευόμενοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά πηγαίνει στήν συναγωγή, ἄρα θεωρητικά ἦταν ξεκομμένος ἀπό τόν Θεό. Ἦταν ὅντως ξεκομμένος ἀπό τόν Θεό; Κάθε ἄλλο! Αὐτό φάνηκε ἀμέσως. Μόλις τόν ἀφόρισαν, πῆγε ὁ Χριστός καί τόν βρῆκε καί τοῦ λέει «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»; Ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε «Ποιός εἶναι Κύριε, πές μου νά πιστέψω». Ὅταν ὁ Χριστός τοῦ φανέρωσε ὅτι ἦταν αὐτός ὀ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε καί Τόν προσκύνησε. Ἄν θέλουμε λοιπόν νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό, πολλές φορές – γιά νά μήν πῶ πάντα – θά εἴμαστε μόνοι μας. Καί δέν πρέπει νά φοβόμαστε νά εἴμαστε μόνοι μας. Νά ξέρετε δέν θά εἴμαστε μόνοι μας. Ὑπάρχουν πάρα πολλοί πού δέν ἔχουν προσκυνήσει τόν Βάαλ… Ἄν θέλουμε ὅμως νά εἴμαστε μέ τούς πολλούς, τότε δέν θά εἴμαστε μέ τόν Χριστό, γιατί οἱ πολλοί, δηλαδή ὁ κόσμος, εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καί μακρυά ἀπό τόν Θεό. Δέν πρέπει νά συμβιβαζόμαστε καθόλου μέ τό κοσμικό πνεῦμα.
Ἐρ. : Ἄν κάποιος ἀπό τό συγγενικό μας περιβάλλον ἔχει ὅλα τά συμπτώματα τῆς καταθλίψεως καί καταλήγει σέ ἀντικαταθλιπτικά χάπια, οἱ οἰκεῖοι του πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται, τί στάση νά κρατοῦν; Συμπόνοιας, ἀγάπης… σκληρότητας;
Ἀπ. : Καταρχήν πρέπει νά προστατέψουν τόν ἑαυτό τους, νά μήν πάθουν κι αὐτοί κατάθλιψη. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ὅτι αὐτά τά μικρόβια εἶναι μεταδοτικά, σάν τά μυγάκια πηγαίνουν ἀπό τόν ἕναν στόν ἄλλο. Δέν εἶναι ἀστεῖο αὐτό, εἶναι ἀλήθεια. Γιατί; Γιατί ἔλεγε ὅτι ἡ κατάθλιψη εἶναι δαιμονική ἐνέργεια, δαιμονικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, λόγω τῆς ὑπερηφάνειας καί τόν κυριεύει. Αὐτό τό πνεῦμα πηδάει ἀπό τόν ἕναν στόν ἄλλον. Ἄρα πρέπει νά προστατεύονται ἀπό αὐτό τό πνεῦμα. Πρέπει νά ἔχουν πνευματική ζωή, νά ἐξομολογοῦνται στόν Πνευματικό, νά κοινωνᾶνε τακτικά, νά προσεύχονται πολύ. Ἔτσι θά τούς φωτίσει ὁ Θεός… καί πάντοτε βέβαια μέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη… Μετά κι αὐτοί θά βοηθήσουν μέ ἀγάπη τόν ἄνθρωπο πού ὑποφέρει νά βρεῖ κι αὐτός τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά θεραπευτεῖ ριζικά, ἀλλιῶς θά βρίσκεται σέ μία καταστολή.
Ἄς κάνουν λοιπόν τήν πνευματική ζωή σωστά καί μετά ὁ Θεός κάθε στιγμή θά τούς φωτίζει. Πάντοτε ὅμως μέσα στήν ἀγάπη καί στήν προσευχή. Χρειάζεται πολλή διάκριση. Ποτέ μέ σκληρότητα. Ὁ χριστιανός δέν εἶναι ποτέ σκληρός. Ὅπως καί ὁ Χριστός μας δέν ἦταν σκληρός. Ἦταν μόνο φαινομενικά σκληρός μέ τήν βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως τότε πού οἱ ἄνθρωποι πῆγαν μέσα στόν ναό πουλώντας καί κάνοντας οὐσιαστικά μέ αὐτόν τόν τρόπο εἰδωλολατρία μέσα στόν ναό. Τότε μόνο ὁ Χριστός πῆρε τό μαστίγιο καί τούς ἔβγαλε ἔξω. Ἦταν σκληρός καί μέ τήν ὑποκρισία, μέ τούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους. Τούς εἶπε «Οὐαί! Εἶστε τάφοι κεκονιαμένοι. Ἀπό ἔξω εἶστε μάρμαρο καί ἀπό μέσα εἶστε σκουλήκια, βρωμιά καί δυσωδία» (Ματθ. 14,27). Μ’ αὐτούς ἦταν σκληρός. Αὐτοί βλασφημοῦσαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί δέν μετανοοῦσαν.
Καί πάλι λέει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι μέ ἕναν τέτοιο ἀμετανόητο ἄνθρωπο δέν θά πρέπει νά κάνεις παρέα, ἀκόμα κι ἄν εἶναι πολύ δικός σου. Γι’ αὐτό πρέπει νά παίρνουν καθοδήγηση ἀπό Πνευματικό. Δέν μποροῦμε νά δώσουμε μιά γενική συνταγή, ἀλλά προσωπική. Λέει ὁ Χριστός «ἄν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, βγάλτο. Ἄν σέ σκανδαλίζει τό χέρι σου, κόψτο» (Ματθ. 5,29-30). Ἔτσι, ἄν ἔχεις κοντά σου ἕναν ἀμετανόητο ἄνθρωπο, πού μπορεῖ νά σέ πάει στήν κόλαση, δέν εἶναι ἀγάπη νά εἶσαι δίπλα του καί νά τοῦ κάνεις τά χατίρια. Αὐτό θά σέ ὁδηγήσει καί σένα στήν κόλαση. Οὔτε εἶναι σκληρότητα νά τοῦ πεῖς, ὅτι δέν μπορεῖς νά συνεχίσεις μαζί του. Θά συνεχίσεις νά τόν ἀγαπᾶς στήν καρδιά σου, ἀλλά δέν πρέπει νά εἶσαι κοντά του, στήν ζωή του γιά συμπαράσταση. Αὐτό δέν τόν βοηθάει, ἀντίθετα κατά κάποιον τρόπο τοῦ δίνει τήν πεποίθηση ὅτι βαδίζει σωστά. Αὐτό δέν θεραπεύει. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τότε πού ἁμάρτησε ἐκεῖνος ὁ Κορίνθιος, τούς εἶπε νά τόν βγάλουν ἀπό τήν ἀδελφότητα, γιά νά τόν βοηθήσουν νά μετανοήσει. Μόνο ἔτσι βοηθιοῦνται οἱ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι.
Ἐρ. : Μποροῦμε νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς;
Ἀπ. : Φυσικά μποροῦμε καί πρέπει νά προσευχόμαστε. Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά τούς ἔχουμε δίπλα μας, νά τούς λέμε τά μυστικά μας κλπ. Γιά ὅλους θά προσευχόμαστε.
Ἐρ. : Εἴπαμε ὅτι δέν πρέπει νά ἔχουμε δικό μας θέλημα. Κάποιος πού, ἄς ποῦμε, θέλει νά παντρευτεῖ ἤ νά πάει στό μοναστήρι δέν ἔχει ἴδιο θέλημα;
Ἀπ. : Ἔχει ἴδιο θέλημα, ἀλλά ἀκόμα καί αὐτό τό θέλημα τό ἀφήνει στόν Θεό καί λέει «Θεέ μου, ἄν καί Ἐσύ τό θέλεις, βοήθησέ με». Τότε ὁ Θεός, εἰδικά σ’ αὐτό τό θέμα πού μέ ρωτᾶτε, θέλει ὅ,τι θέλουμε κι ἐμεῖς. Γιατί πολλοί νέοι ἄνθρωποι μπερδεύονται καί σκέφτονται «τί θέλει ἀπό μένα ὁ Θεός»; Ἐσύ τί θέλεις; Πρῶτα αὐτό νά ξεκαθαρίσεις. Ἐσύ θέλεις νά πᾶς στό μοναστήρι ἤ νά παντρευτεῖς; Ὅ,τι θέλεις ἀπό αὐτά τά δύο τό εὐλογεῖ ὁ Θεός, γιατί καί τά δύο αὐτά εἶναι εὐλογημένα. Μήν χάνεις καιρό μέ τέτοια διλήμματα. Πάντα ἀφήνουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, ἄν κάτι δέν εἶναι πρός ὠφέλειά μας, θά τό σταματήσει, θά μᾶς βάλει ἐμπόδια καί μέ τή βοήθεια καί τοῦ Πνευματικοῦ, ξεκαθαρίζει τό τοπίο.
Ἐρ. : Ἤθελα νά σᾶς ρωτήσω πάτερ, ἐπειδή ζοῦμε στά ἔσχατα.. γιά την κάρτα τοῦ πολίτη…
Ἀπ. : Δέν εἶναι ἁπλά καλύτερο, ἀλλά ἐπιβάλλεται νά κάνουμε ἐνέργειες, κατά συνείδηση, μέ τόν Πνευματικό του ὁ καθένας. Ἕνας τρόπος θά ἦταν νά στείλουμε διαμαρτυρίες, πρῶτα πρῶτα στήν ἐκκλησιαστική μας ἀρχή. Νά μᾶς δώσει ἀπάντηση ὁ Σεβασμιώτατος, ἄν πρέπει νά τήν πάρουμε ἤ ὄχι. Ἄν τό κάνουμε ὅλοι αὐτό, θά μιλήσουν, γιατί βλέπετε ὅτι δέν μιλᾶμε. Τό εὐχάριστο ὅμως εἶναι ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος μίλησε καί εἶπε ξεκάθαρα «ΟΧΙ», σύμφωνα μέ τόν Γέροντα Παΐσιο.
Ἐρ. : …………..
Ἀπ. : Ἔ, τί νά σᾶς πῶ… Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε, πάρτε κανένα χωραφάκι νά ἔχετε. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός, δέν εἶναι τά χωράφια…
Ἐρ. : Στήν προηγούμενη ὁμιλία σας εἴπατε ὅτι ὅλα προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπείραστος καί δέν πειράζει κανέναν. Πῶς γίνεται νά ἔχουμε πειρασμούς;
Ἀπ. : Ἔχουμε πειρασμούς, ἐκ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας, ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, «ἔκαστος ὑπό τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας πειράζεται» (Ἰακ. 1,14). Δημιουργοῦμε ἐπιθυμίες καί θελήματα, ὁπότε εἶναι λογικό νά πέσουμε σέ πειρασμούς. Δέν εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς στέλνει κακά, μόνοι μας τά φτιάχνουμε. Δημιουργοῦμε ἐμεῖς τίς ἐπιθυμίες καί ὅταν αὐτές δέν πραγματοποιοῦνται, θυμώνουμε καί στεναχωριόμαστε. Ἄν μάθουμε ἀπό τήν ἀρχή νά μήν θέλουμε τίποτα, δέν θά στενοχωριόμαστε γιά τίποτα. Θά λέμε «Θεέ μου, ὅ,τι μοῦ δώσεις… νά εἶναι δοξασμένο τό ὄνομά Σου». Θά χαιρόμαστε μέ ὅλα καί ὅλα θά γίνονται ὅπως τά θέλουμε.
Ἐρ. : (συνέχεια τῆς προηγούμενης ἐρώτησης): Ἄν εἶναι ἔτσι, τότε μέ τό παραμικρό νά θίγουμε τόν ἕναν, νά πειράζουμε τόν ἄλλον μέ τίς πράξεις μας καί νά λέμε «Ὁ Θεός μέ ἔβαλε νά τό κάνω γιά νά τόν ταπεινώσω» καί νά νομίζουμε ὅτι πνευματικά βαδίζουμε καλά;
Ἀπ. : Ὄχι βέβαια, γιατί αὐτό δέν τό λέει ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο θελήματα. Τό κατ’ εὐδοκία θέλημα, δηλαδή αὐτό πού ὁ Θεός θέλει ξεκάθαρα καί τό ἐκφράζει μέ τίς ἐντολές. Ὑπάρχει καί τό κατά παραχώρηση θέλημα, ὅπου ὁ Θεός παραχωρεῖ κάποια πράγματα, γιατί μᾶς ἔχει φτιάξει ἐλεύθερους. Παραχωρεῖ νά ἁμαρτάνουμε. Θέλει ὁ Θεός νά ἁμαρτάνουμε; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά καί πάλι τό παραχωρεῖ. Εἶναι τό δεύτερο θέλημα τό παραχωρητικό. Μά βγαίνει κάτι καλό ἀπό τήν ἁμαρτία; Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὅτι βγαίνει καλό καί ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί ἐμεῖς τό λέμε, γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλή κοπριά καί τήν βάλει στό δέντρο τῆς μετάνοιας, τό δέντρο τῆς μετάνοιας θά φουντώσει. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι πού πιάνουν πάτο, μετά ἐκτοξεύονται καί μετανοοῦν. Πολλοί, λόγω τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ, πρέπει νά πιάσουν πάτο γιά νά μετανοήσουν, δέν μετανοοῦν νωρίτερα.
Έμπλέκεται δηλαδή καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία σέ ὅλα τά γεγονότα. Γι’ αὐτό μήν τά φορτώνουμε ὅλα στόν Θεό. Ἀλλά καί αὐτή ἀκόμα ἡ ἐλευθερία λειτουργεῖ γιά τό καλό μας.
Ἐρ. : Κακοί ἄνθρωποι δέν ὑπάρχουν;
Ἀπ. : Σᾶς εἶπα δέν ὑπάρχουν καλοί καί κακοί. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἄδειοι καί γεμάτοι. Γεμάτοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἤ χωρίς τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἐρ. : Ποιά ἡ διαφορά τοῦ πειρασμοῦ ἀπό τήν δοκιμασία; Ὁ διάβολος τί ρόλο παίζει; Τό ὅτι δέν χωνεύουμε κάποιον ἤ ζηλεύουμε ἀπό τόν Θεό εἶναι;
Ἀπ. : Εἶναι παραχώρηση τοῦ Θεοῦ στήν ἐλευθερία μας. Δέν εἶναι δηλαδή τό κατ’ εὐδοκία, ἀλλά τό κατά παραχώρηση θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Σέ ὅλα αὐτά πού ρωτᾶτε ἐμπλέκεται ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θά ἐπιδιώκει πάντοτε νά κάνει τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα καί ὄχι τό κατά παραχώρηση. Τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα εἶναι νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Ὀπότε τό ζητούμενο σέ μᾶς εἶναι νά μάθουμε τίς ἐντολές. Γι’ αὐτό κάνουμε τά κηρύγματα καί τίς ὁμιλίες. Πρέπει δηλαδή νά μάθουμε, τί θέλει ὁ Θεός, τό κατ’ εὐδοκία θέλημα, καί νά μήν πέφτουμε στό ἄλλο, στό παραχωρητικό θέλημα, νά ἁμαρτάνουμε δηλαδή, γιατί μετά θά μαθαίνουμε ἀπό αὐτά πού θά παθαίνουμε. Ἔτσι ὄμως, κατά κάποιον τρόπο, σχεδόν ἀναγκαστικά θά ὁδηγούμαστε στή μετάνοια, γιατί ἄν δέν μετανοήσεις καί σκληρυνθεῖς στήν κακία καί στήν πτώση, αὐτό εἶναι ἡ ἀπώλεια, εἶναι δαιμονικό πράγμα. Τά λέμε αὐτά ἐδῶ, γιά νά τά μαθαίνουμε, ἀλλά κυρίως νά ἐφαρμόσουμε ὅσα μαθαίνουμε. Ἄν ὅμως δέν βάλουμε στήν πράξη, ὅσα ἀκοῦμε, τότε δέν μαθαίνουμε τίποτα τελικά. Ἡ ἀληθινή μάθηση εἶναι ἡ πράξη καί ὄχι τό νά ἀκούσουμε ἁπλῶς. Πολλά ἀκοῦμε, ἀλλά τί ἐφαρμόζουμε;
Ἐρ. : Νά βάζουμε καλές συνήθειες κάθε μέρα στή ζωή μας…
Ἀπ. : Εἶναι πολύ σημαντικό τό νά βάζουμε κάθε μέρα καλές συνήθειες. Ὁ νόμος τῆς συνήθειας εἴτε πρός τό καλό, εἴτε προς τό κακό, λειτουργεῖ πάντοτε. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, προάγεται ἡ κακή συνήθεια καί ὅταν κάνουμε μία καλή πράξη, προάγεται ἡ καλή συνήθεια. Ὅταν λοιπόν κάθε στιγμή προσπαθοῦμε νά ἀξιοποιοῦμε τό κάθε δευτερόλεπτο γιά τό καλό, σιγά-σιγά ἀποκτοῦμε τήν καλή συνήθεια καί γίνεται τελικά μία δεύτερη φύση τό καλό μέσα μας.
Ἐρ. : Λέει κάτι ὁ προφήτης Ἡσαΐας, πού ἀκοῦμε γιά ἔσχατες μέρες κλπ, ὅτι οἱ δοῦλοι Μου πού Μέ ἐμπιστεύονται, θά ἔχουν νά φᾶνε… Αὐτοί, λέει, πού δέν Μέ θέλουν, θά ὑποστοῦν τά δεινά. Δηλαδή, ἤ θέλουμε τόν Θεό κι ἄς ἔρχονται δύσκολες μέρες καί θά μᾶς ταΐσει καί θά μᾶς σώσει, ἤ δέν Τόν θέλουμε καί ὅ,τι κάνουμε τό κάνουμε γιά τόν ἑαυτό μας.
Ἀπ. : Μάλιστα. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Ἄς εἴμαστε γενεά ἐκζητούντων τόν Κύριον καί δέν θά φοβηθοῦμε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου