ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Μυστηριακή κοινωνία μετά των Ρωμαιοκαθολικών

 
Μυστηριακή κοινωνία μετά των Ρωμαιοκαθολικών
(Θεία Ευχαριστία, Εξομολόγηση, Ιερωσύνη, Γάμος και ταφή αυτών)
Ιωάννης Καρμίρης
 
Πηγή: «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Β’, Αθήνα 1953, σελ. 1000-1008.

  α) Εισαγωγή
Εν τοις ζητήμασι τούτοις και γενικώς τη μυστηριακή κοινωνία η intercommunio μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και των άλλων ετεροδόξων εν γένει η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ηκολούθησε το παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας, απαγορεύσασα ταύτην, και μάλιστα την υπό τον Ορθοδόξων κοινωνίαν ετεροδόξων μυστηρίων, μη αναγνωριζομένων ως τελουμένων έξω της αληθούς Ορθοδόξου Εκκλησίας, είτα δε και την παροχήν των Ορθοδόξων μυστηρίων εις τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους. Διότι, εξ επόψεως Ορθοδόξου, η κοινή συμμετοχή εις την τράπεζαν του Κυρίου, την εξομολόγησιν και τα άλλα μυστήρια, και γενικώς η λεγομένη intercommunio, δύναται να νοηθή μόνον ως επιστέγασμα της εν τη πίστει συμφωνίας των Εκκλησιών και της γνήσιας και πραγματικής δογματικής ενώσεως αυτών και ως καρπός της εσωτερικής ομολογιακής ενότητος των Χριστιανών, ης ελλειπούσης δεν είναι επιτετραμμένη η κοινωνία εν τοις μυστηρίοις1.

Τούτο συνάγεται εκ τε των γενικών θεωρητικών άρχων της Ορθοδοξίας, και μάλιστα της περί ακυρότητος των έκτος της αληθούς Εκκλησίας τελουμένων μυστηρίων, ως και εκ ρητών κανόνων και εκ της καθόλου πράξεως της αρχαίας Εκκλησίας, ην συγκεφαλαιών ο Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει προκειμένου ειδικώς περί του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας: «επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν οι πάντες, έν σώμα Χριστού και έν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάση δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών, μήτε διδόναι· «μη δώτε γαρ τα αγία τοις κυσίν, ο Κύριος φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων», ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Eι γαρ πάντως ένωσίς εστί προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα· εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αύτη γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης· «πάντες γαρ εν σώμα εσμεν», ότι εκ του ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»2.
Τούτοις επόμενοι βραδύτερον και οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι Καλλίνικος και Ιερεμίας Γ’ επαναλαμβάνουσι κατωτέρω, ότι «το αυτό ποτήριον τους κοινωνούντας ομοφρονούντας είναι βούλεται, ουχί αλλότριους· τα αλλότρια γαρ ακοινώνητά εισιν». Και ο Θεόδωρος Βαλσαμών γράφει, ότι «ουκ οφείλει γένος Λατινικόν εκ χειρός Ιερατικής δια των θείων και άχραντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις Ορθοδόξοις εξισωθή». Εκ των ανωτέρω και πολλών άλλων συνάγεται, ότι η μυστηριακή κοινωνία έχει ως απαραίτητον προϋπόθεσιν την απάρνησιν των ετεροδόξων πλανών και την αποδοχήν των αντιστοίχων Ορθοδόξων διδασκαλιών και την είσοδον εις τους κόλπους της Ορθοδοξίας, άρα ενότητα εν τη πίστει και τη ομολογία και τη Εκκλησία, απαγορευομένης της intercommunio μεταξύ των Ορθοδόξων και όλων των ετεροδόξων. Τούτο επιβάλλουσι, πλην άλλων, και τα κατωτέρω δημοσιευόμενα κείμενα:
  1. Αι υπ’ αριθ. 15, 16 και 35 ερωταποκρίσεις του γενομένου Πατριάρχου Αντιοχείας περί το 1193 γνωστού κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνος,
  2. Η από 25. 11. 1701 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Καλλινίκου προς τον μητροπολίτην Λαρίσης Παρθένιον, και
  3. Ή από του έτους 1724 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ’ προς τον μητροπολίτην Άρτης.3 Γενικώς δε διαπιστούμεν, ότι από του ιερού Δαμασκηνού και είτα του Φωτίου οι Ορθόδοξοι θεολόγοι έχονται σταθερώς της ορθής αρχής, ότι πάσης μυστηριακής και εξωτερικής κοινωνίας και ενώσεως των Εκκλησιών δέον να προηγηθή η ως conditio sine qua non θεωρούμενη δογματική και εσωτερική ένωσις αυτών, ης επιτυγχανομένης, θέλει επακολουθήσει και εκείνη αυτομάτως.
Έπειτα ως προς το μυστήριον της Ιερωσύνης των Ρωμαιοκαθολικών διαπιστούμεν, ότι οίαν στάσιν ετήρησεν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία έναντι του βαπτίσματος αυτών, την αυτήν περίπου στάσιν ετήρησε και έναντι της Ιερωσύνης των προσιόντων αυτή κληρικών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, παλαιότερον μεν αναγνωρίζουσα αυτήν κατά το αντίστοιχον παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας4, εν δε τοις νεωτέροις χρόνοις και δη από του έτους 1756 απορρίπτουσα αυτήν μετά του βαπτίσματος αυτών, ει και υπάρχουσιν εξαιρέσεις παραδοχής Ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων κατ’ οικονομίαν δι’ Αγίου Μύρου και λιβέλλου5. Ούτω δια τους ανωτέρω Μελχίτας τω 1860 απεφασίσθη κοινή διαγνώσει και αποφάσει, ίνα οι τε Ιερείς και επίσκοποι των λεγομένων Ρωμαιοκαθολικών γίνωνται δεκτοί εν τοις κόλποις της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας διαμονής της του Αγίου Μύρου επιχρίσεως μετά το επιδούναι λίβελλον πίστεως6, ενώ το αντίθετον είχε γίνει τω 1846, ότε ο Αμίδης Μακάριος εγένετο δεκτός ως λαϊκός αναχειροτονηθείς. Αντιθέτως οι Ορθόδοξοι Ρώσοι ανεχειροτόνουν τους προσερχόμενους εις αυτούς Λατίνους κληρικούς μέχρι του έτους 1667, δηλαδή καθ’ ό χρονικόν διάστημα ομοίως ανεβάπτιζον αυτούς.
Γενικώς παρατηρούμεν ότι και εν τω ζητήματι τούτω η Εκκλησία δύναται κατά τας περιστάσεις ότε μεν να εφαρμόζη την ακρίβειαν και να θεωρή άκυρους τας χειροτονίας των ετεροδόξων, ότε δε να εφαρμόζη την οικονομίαν και να δέχηται τους προσερχόμενους αυτή και παρ’ αιρετικών και ετεροδόξων, διατηρούντων την ιερωσύνην, κεχειροτονημένους κληρικούς, δια χρίσματος Αγίου Μύρου και λιβέλλου. «Και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις Ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, Ορθοδόξων ή όντων ή γινομένων των υπ’ αυτών χειροτονουμένων», κατά τον Αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας Δημήτριον Χωματηνόν7. Εντεύθεν και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, απαντώσα τω 1879 προς το ερώτημα του Οικουμενικού Πατριάρχου «περί του πώς δει προσδέχεσθαι τους από των σχισματικών Βουλγάρων τη Εκκλησία προσερχόμενους, Αρχιερείς, Ιερείς και Διακόνους, τους παρ’ αρχιερέων εν καθαιρέσει και αφορισμώ τελούντων κεχειροτονημένους», έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής, γενικήν κεκτημένα ισχύν:
«Δύο αληθώς οδοί εισιν εις παραδοχήν των ειλικρινώς μεταγνόντων Χριστιανών, η της ακριβείας και η της οικονομίας, αις οίόν τε εστίν επακολουθήσαι. Ευδοκία δε Θεού αμφότεραι αύται κανονικώς επιτετραμμένοι και παραδεδεγμένοι παρά τη Εκκλησία, τη τον λόγον του Κυρίου ορθοτομούση, εισί. Δια δη το ζήτημα ευσύνοπτον παρίσταται ημίν, ουδέν ό άλλο λείπεται ή ζητήσαι κατά γε το νυν την επί τούτου κατά τε τους Ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν λυσιτελεστέραν οδόν. Και η μεν ακρίβεια, ότι επί πάντων εν γένει τέτακται, αυτόδηλον εστίν, ώστε ουδεμίαν περί ταύτης έρευναν ποιητέον. Δει δε μόνον εξετάσαι, εν ανάγκη τη οικονομία ειδικώς χρήσασθαι, τη μερικώς και εξαιρέτως επιτετραμμένη. Η ταύτης χρήσις επί τοιούτων, ως προνομία τις η νόμου αθέτησις, εξήρτηται πάντως εξ όρων υποκειμένων τη εκτιμήσει του κριτού. Των όρων τούτων εν τοις πρώτοις παρίστανται ένθεν μεν το ειλικρινές της μετανοίας, ένθεν δε το πλήθος, ή το εν τη Εκκλησία σπουδαίον των επιστρεφόντων, ή η αποφυγή κακού μείζονος. Διότι τούτων ή τοιούτων όρων άνευ η μεν οικονομία απέβαινεν αν κανονική και ουκ εξαίρεσις, η δε ακρίβεια μάτην εν τοις ιεροίς Κανόσι γενικός εκκλησιαστικός νόμος αναγεγραμμένη… Εάν η επιστροφή, περί ης ο λόγος, έχη υπέρ εαυτής τους όρους, καθ’ ους υπαγορεύεται η οικονομία και κατά τους ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν, έτι δε εάν και τα αποβησόμενα μέλλωσι γενέσθαι αγαθά τη Εκκλησία, συντάσσεται προθύμως τη οικονομία» η ιερά Σύνοδος8.
Περαιτέρω η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει μεν ουδ’ επιδοκιμάζει τους μικτούς γάμους μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, συμφώνως τω 72 κανόνι της Πενθέκτης οικουμενικής Συνόδου9 και άλλοις Ιεροίς κανόσιν10, είναι όμως υποχρεωμένη να ανέχηται αυτούς προς αποτροπήν μειζόνων κακών. Όθεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν επιτρέπει τους τοιούτους μικτούς γάμους, υπό τον όρον πάντοτε ότι το μη Ορθόδοξον μέλος θα δώση έγγραφον υπόσχεσιν περί τελέσεως του γάμου υπό Ορθοδόξου ιερέως και περί Ορθοδόξου βαπτίσεως και ανατροφής των τέκνων. Ούτω το οικουμενικόν Πατριαρχείον εν έτει 1878 απεφήνατο: «Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους μικτούς γάμους, αλλά πολλάκις προς πρόληψιν δυσάρεστων συνεπειών συγχωρεί κατά συγκατάβασιν και τέλεσιν αυτών αθορύβως»11. Ομοίως και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν έτει 1869 ανεγνώρισε τους μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων και ειδικώς των Ρωμαιοκαθολικών και των Διαμαρτυρομένων μικτούς γάμους, γράψασα ότι «παραδέχεται μεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν την τέλεσιν των μικτών γάμων, υπό τον όρον όμως να τελώνται ούτοι υπό Ορθοδόξου ιερέως κατά τας διατυπώσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε εκ τούτων γεννώμενα τέκνα αμφοτέρων των φύλων να βαπτίζωνται και ανατρέφωνται κατά το ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα»12.
Τέλος απηγορευμένη κατ’ αρχήν και γενικώς ήτο και η ταφή των Δυτικών υπό Ορθοδόξων Ιερέων, ως εξάγεται, πλην των άλλων, και εκ των ειρημένων και κατωτέρω δημοσιευομένων επιστολών των οικουμενικών Πατριαρχών Καλλινίκου και Ιερεμίου Γ’. Φαίνεται όμως ότι η αυστηρά αυτή απόφανσις και πράξις δεν εύρε καθολικήν εφαρμογήν, διότι παραλλήλως, και μάλιστα αρχαιότερον ως και μεταγενεστέρως, κατά τον Κίτρου Ιωάννην, ακμάσαντα περί τα τέλη του ιβ’ αιώνος, ενιαχού «εθάπτοντο Ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις, ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ, και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες ωσαύτως εψάλλοντο ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως… Ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσέβεια οπωσούν λυμαινόμενον το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων ούτε γαρ ο τόπος τους απελθόντας παρά Θεώ ποιεί αποβλήτους, και η επ’ αυτοίς ψαλμωδία των Λατίνων ουκ εστίν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών…»13. Επί τη βάσει λοιπόν τούτων επετράπη βραδύτερον κατ’ οικονομίαν και συγκατάβασιν η ταφή των Λατίνων και λοιπών ετεροδόξων γενικώς δι’ Ιδιαιτέρας εκκλησιαστικής ακολουθίας, ως φαίνεται εκ των κατωτέρω δημοσιευομένων εγκυκλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου από 20. 10. 186914, ως και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 15. 3. 1891.15
 
β) Κείμενα
  1. Θεοδώρου Βαλσαμώνος κανονικαί αποκρίσεις 15, 16 και 3516.
Ερώτησις 15. Ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν, ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης, ή ποιήσει ανάδοχον εκ του Αγίου βαπτίσματος, ή κατηχουμένων ποιήσει μνημόσυνα, ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς; Η στενοχώρια γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί, και ζητώ το ποιητέον.
Απόκρισις. «Μη δότε τα άγια τοις κυσίν», ο Κύριος και Θεός ημών είρηκε. «Μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων»17. Δια τοι τούτο και ο ξδ’ κανών των θεοκηρύκων Αγίων Αποστόλων φησίν: «ει τις κληρικός η λαϊκός εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών προσεύξασθαι, καθαιρείσθω και αφόριζέσθω»18. Και ο λγ’ κανών της εν Λαοδικεία συνόδου, αλλά μην και ο στ’ και ο λδ’, ταύτα φάσι περί του μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις οίκον Θεού, επιμένουσι τη αιρέσει, ότι ου δει αιρετικώ ή σχισματικώ συνεύχεσθαι, ότι ου δει Χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικούς ή αυτούς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσι19. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς. Δια τοι τούτο και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμόν και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία Ορθοδόξων ή αιρετικών, ή οπουδήποτε συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν· η γαρ στενοχώρια των τόπων και ο των αιρετικών πληθυσμός της Ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα.

Ερώτησις 16. Αιχμάλωτοι Λατίνοι και έτεροι παρουσιάζουσιν εις τας καθολικάς Εκκλησίας ημών και ζητούσι μεταλάβειν των θείων αγιασμάτων ει γουν εκχωρητέον τούτο εστι, ζητούμεν μαθείν.
Απόκρισις. «Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστι», το θείον έφησεν ευαγγέλιον, «και ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει»20. Επεί ουν προ χρόνων πολλών απεσχίσθη της Δυτικής Εκκλησίας, της Ρώμης φαμέν, το ποτέ περιώνυμον άθροισμα εκ της των ετέρων τεσσάρων Αγίων Πατριαρχών πνευματικής κοινωνίας, και απεσχοινίσθη προς έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια, (δια γαρ τούτο ούτε εν ταις θείαις Ιεροτελεστίαις, κοινής των πατριαρχικών ονομάτων αναφοράς ο Πάπας ηξίωται), ουκ οφείλει γένος Λατινικόν εκ χειρός Ιερατικής δια των θείων και αχράντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών, και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις Ορθοδόξοις εξισωθή.

Ερώτησις 35. Απροκριμάτιστον εστί τελείσθαι τέκνων αναδοχάς δια Λατίνων, Αρμενίων, Μονοθελητών, Νεστοριανών και λοιπών τοιούτων, ή μάλλον μισητόν και αποτρόπαιον;
Απόκρισις. Το β’ θέμα του ιη’ κεφαλαίου του α’ τίτλου του α’ βιβλίου των Βασιλικών, «αιρετικός, φησίν, εστί, και τοις κατά των αιρετικών υπόκειται νόμοις, ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως». Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν ου δια μικρόν τι άλλα δια πλάτος μέγα και δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντως ουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’ Αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν· ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν, κατά τον κανόνα τον λέγοντα· ο κοινωνών ακοινωνήτω, και αυτός ακοινώνητός εστίν.

  1. Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου Καλλινίκου προς τον Μητροπολίτην Λαρίσης Παρθένιον21
Καλλίνικος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης, και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Το γράμμα της αρχιερωσύνης σου ελάβομεν, δια του οποίου ερωτά περί τίνων ενδεχομένων συμβήναι· ήγουν ανίσως και ζητηθή από τους εις τα αυτόθι διατρίβοντας Λατίνους, τόσον Παπίστας ωσάν και Λουτεροκαλβίνους, κανένα εκκλησιαστικόν μυστήριον, είναι δυνατόν να τους δοθή ή όχι; Και πρώτον ανίσως τινάς των Παπιστών ευρισκόμενος εις επικίνδυνον και πνέων τα λοίσθια ήθελε ζητήσει να μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων, δυνατόν εστί μεταδούναι αυτώ; εις το οποίον θέλετε έχει απόκρισιν εκείνο, όπου είναι και γνωστόν τοις πάσι και δυνατόν, ήγουν, εάν θέληση να κατάργηση την Λατινικήν δόξαν, ήτοι το Λατινικόν φρόνημα, και να αποδεχθή την πίστιν της Ανατολικής Εκκλησίας, ανεμποδίστως μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων ει δε μένων εις την θρησκείαν του ζητήσει να μεταλάβει, αδύνατον εστίν, ότι το αυτό ποτήριον τους κοινωνούντας ομοφρονούντας είναι βούλεται, ουχί αλλότριους· τα αλλότρια γαρ ακοινώνητά εισί.
Δεύτερον· ερωτά, εάν ήθελεν αποθάνει τις εξ αυτών και ήθελον ζητήσει Ιερείς προς το ενταφιάσαι εκείνον, τι ποιητέον; εις το οποίον θέλει έχει την απόκρισιν, ότι μηδόλως να δοθούν Ιερείς εις ενταφιασμόν του αιρετικού· διατί εκείνον όπου είναι υπό ανάθεμα, πώς θέλουν να παρακαλούν υπέρ αυτού οι Ιερείς να τον τάξει ο Θεός μετά δικαίων πνευμάτων;
Το δε είναι αυτούς αιρετικούς, αναμφίβολον εστι και αυτοί μεν έχουν συνοδόν, όπου μας αναθεματίζουν δια αιρετικούς, και έτζι το λέγουν και έτζι τα κηρύττουν ημείς δε ουχ ήττον, αλλά και πολλώ μάλλον τους έχομεν δια αιρετικούς και υπό το ανάθεμα τελούντας πολλών οικουμενικών Συνόδων, όπου αναθεματίζουσι τους αθετούντας τα δόγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, την οποίαν αυτοί ουδέ δια Εκκλησίαν δεν την λογίζουν. Και αν οι πολιτικοί των Χριστιανών νόμοι αποφασίζουν, δη οποίος εις ένα μόνον δόγμα αθετήσει αιρετικός εστιν, αμή πως να μην είναι αυτοί αιρετικοί, όπου μηδέ κανένα δεν αφήκαν αμετάτρεπτον; Άρα, «ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί και ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει»22. Και επειδή εξεχώρισαν από την ανατολικήν Εκκλησίαν και έκαμαν άλλην ιδικήν τους τερατώδη, ανομοίαν και παντάπασι ξεχωρισμένην από την ανατολικήν Εκκλησίαν, αναντίρρητον εστιν, ότι αιρετικοί είναι και αναπολόγητοι, και καμμίαν συγκοινωνίαν μετ’ εμάς δεν έχουσιν, ότι τα ηνωμένα δεν είναι διαιρημένα, τα δε διηρημένα δεν είναι ηνωμένα, και ας ματαιολογούσιν όσα θέλουσιν. Ώστε Ιερείς Ορθόδοξοι νεκρούς αιρετικούς είναι αδύνατον να ενταφιάζουν.
Τρίτον ερωτά, ως έτυχε να γεννήση η γυνή του κονσόλου των Εγκλέζων, ήτις υπάρχει Χριστιανή Ορθόδοξος, και ζητεί να βαπτίσει το νήπιον, ποιεί δε ανάδοχον τον κόνσολον του Φράντζα, ει δυνατόν τούτο γενέσθαι; Δια το οποίον ας έχη απόκρισιν, ότι να μην γένη, αλλά εάν έχη ανάδοχον Ορθόδοξον, ας γένη το βάπτισμα· ει δε με ανάδοχον ετερόδοξον ή Παπιστήν ή Λούτερον, πρόσεχε να μην το στέρξης να γίνη. Και δια να μην έχης από τους τοιούτους τίποτα εις τα πολιτικά ενόχλησιν, με ειρηνικόν τρόπον αποδιάβασέ τους, χωρίς φιλονεικίαις, λέγοντας πως δεν ημπορούμεν να κάμωμεν εκείνα, όπου εμποδίζει η Εκκλησία μας, και όχι άλλο. Ταύτα μεν περί τούτων η δε του Θεού χάρις είη μετά της Αρχιερωσύνης σου.
,αψα’. Νοεμβρίου κε΄.
  1. Επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ’ προς τον Μητροπολίτην Άρτης23
Επιστολή συνοδική, αποκριτική προς τον Μητροπολίτην Άρτης, όπου τους εκεί Φραντζέζους, αν δεν αφήσουν τας αιρέσεις των, να μη τους δέχονται εις εξομολόγησιν οι Ορθόδοξοι Ιερείς, μήτε να τους ενταφιάζουν μετά θάνατον.

Ιερεμίας ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης, και οικουμενικός Πατριάρχης.
Κοινήν υμών αναφοράν ελάβομεν, δι’ ης προβάλλετε περί τίνος συνήθειας, όπου εισέφρησεν εις τα αυτόθι, και ερωτάτε, ζητούντες παρ’ ημών και της περί ημάς των συνάδελφων αρχιερέων Συνόδου το ποιητέον. Το περί συνήθειας πρόβλημα είναι τοιούτον. Φραντζέζοι, δηλαδή δυτικοί, ευρισκόμενοι αυτόθι, θέλουσι να εξομολογώνται από Ορθοδόξους Ιερείς και να μεταλαμβάνωσι των άχραντων μυστηρίων, εμμένοντες τοις δυτικοίς αυτών δόγμασι, και ταφής να αξιώνται αποθνήσκοντες, και τινές αυτών να θάπτωνται ένδον του ναού, το οποίον προξενεί, ως λέγετε, σκάνδαλον προς υμάς ου μικρόν, και ταραχήν ου την τυχούσαν και δια τούτο ζητείτε την περί τούτου απόφασιν παρά της καθ’ ημάς μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Τούτου χάριν αποκρινόμενοι υμίν δια της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής συνοδικής επιστολής, λέγομεν εκείνο, όπου είναι και γνωστόν τοις πάσι και εύλογον, ήγουν εάν θελήσουν οι τοιούτοι Φράγκοι δυτικοί να παραιτήσουν την λατινικήν δόξαν, ήτοι το Λατινικόν φρόνημα, και να αποδεχθούν την πίστιν και την ομολογίαν της ημετέρας Ανατολικής Εκκλησίας, τότε ανεμποδίστως και εξομολογούνται παρ’ υμίν τοις Ορθοδόξους ιερεύσι και μεταλαμβάνουσι των αχράντων μυστηρίων και ενταφιάζονται· ει δε και μένουσιν εις την θρησκείαν τους, πρέπει να είναι ακοινώνητοι, ότι η αυτή εξομολόγησις και το αυτό ποτήριον τους κοινωνούντας ομοφρονούντας είναι βούλονται, ουχί αλλοτρίους· τα αλλότρια και γαρ ακοινώνητά εισί και «ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί», το ιερόν λέγει ευαγγέλιον, και «ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει». Επεί ουν προ χρόνων πολλών το άθροισμα της Δυτικής Εκκλησίας απεσχίσθη εκ της των τεσσάρων Αγίων Πατριαρχών πνευματικής κοινωνίας και απεσχοινίσθη, και προσέθηκε δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια, δια τούτο ακοινώνητοι υπάρχουσιν ημίν τοις Ορθοδόξοις· τα γαρ ηνωμένα και κοινωνούντα αλλήλοις δεν είναι διηθημένα και ετερόφρονα, και τα διηρημένα δεν είναι ηνωμένα και ομοφρονούντα. Και ας ματαιολογώσιν οι δυτικοί ετερόφρονες, απόσχισθέντες της Καθολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, όσα θέλουσι. Ταύτα περί του προβλήματος υμών και ερωτήματος η δε του Θεού χάρις και η ευχή και η ευλογία της ημών μετριότητος είη μετά πάντων υμών.
,αψκδ’. Σημειώσεις
  1. Βλέπε και ανωτέρω σ. 965. 966/7.
  2. Εκδ. Ορθ. Πίστεως 4, 13. MPG. 94, 1153.
  3. Σημειωτέον ότι επιεικέστεροι και συγκαταβατικώτεροι εν τούτω φαίνεται ότι ήσαν, συν άλλοις, και οι Αρχιεπίσκοποι Βουλγαρίας Θεοφύλλακτος και Δημήτριος Χωματινός, συγχωρούντες τα Λατινικά ήθη και έθιμα, εφ’ όσον «ου παν έθνος αποσχίζειν Εκκλησίας ισχύει, αλλά το προς διαφοράν άγον δόγματος» (Ρωσ. V, 432), και εις την ακρίβειαν και αυστηρότητα και ιταμότητα προστιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, άλλα κερδήσαι ήρεμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν» (Ρωσ. V, 436).
  4. Καν. 1 της Α’ Οικουμενικής και 77 της εν Καρθαγένη Τοπικής Συνόδου.
  5. Παράβαλλε Μ. Θεοτοκά, μν. έ. , σ. 371/4.
  6. Αυτόθι σ. 373. Και ανωτέρω σ. 986. 998 και εξής.
  7. Αποκρίσεις προς Κωνσταντίνον Καβάσιλαν, παρά Ρωσ. V, 433/4.
  8. Δ. Πετρακάκου, Τινά περί του κύρους των χειροτονιών, Κων/πολις 1910, σ. 61 και εξής.
  9. Ανωτέρω σ. 197.
  10. Καν. 14 Δ΄ Οικουμ. (ανωτ. Σ. 167), 31 Λαοδ. (ανωτ. Σ. 215), 21 Καρθαγ. κλπ.
  11. Μ. Θεοτοκά, μν. έ. σ. 358, ένθα και άλλες σχετικές αποφάσεις.
  12. Γιαννόπουλου, Συλλογή των εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησία; της Ελλάδος, Αθήναι 1901, σ. 507/8. Προσθετέον ότι και κατά τον νεαρόν Ελληνικών Αστικόν Κώδικα, άρθρον 1367, «γάμος των ανηκόντων εις την ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν δεν υφίσταται άνευ Ιεροτελεστίας, τελούμενης υπό Ιερέως της Εκκλησίας ταύτης· το αυτό ισχύει και επί γάμου Χριστιανού του ανατολικού δόγματος μετά Χριστιανού αλλού δόγματος (ετεροδόξου)», καθ’ όσον «μικτός γάμος Ορθοδόξων, συνερχομένων μεθ’ αιρετικών ή σχισματικών, είναι έγκυρος, εφόσον και μόνον το μυστήριον τελεσθή κατά την περί μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας ταύτης, ήτοι δι’ Ιερολογίας Ορθοδόξου Ιερέως» (Π. Παναγιωτάκου, αρχείον εκκλησ. και Κανον. Δικαίου 3 (1948) 74/5).
  13. Αποκρίσεις Ιωάννου Επισκόπου Κίτρου προς Κωνσταντίνον Καβάσιλαν, παρά Ρωσ. V, 403/4.
  14. Κατωτέρω σ. 1025.
  15. Κατωτέρω σ. 1008.
  16. Ρωσ. εν. 459/476. MPG. 138,968 και εξής ανωτέρω σ. 358.
  17. Ματθαίος 7, 6.
  18. Ανωτέρω σ. 210.
  19. Ανωτέρω σ. 213 και εξής.
  20. Ματθαίος 12, 30.
  21. Μ. Γεδεών, Καν. Διατάξεις Ι, 80-82,
  22. Ματθαίος 12,30.
  23. Μ. Γεδεών, Καν. Διατάξεις ΙΙ, 426-428.

http://oodegr.co/oode/oikoymen/symbolika_mnimia_karmiris_1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου